Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κτέαρ

См. также в других словарях:

  • κτέαρ — κτέαρ, γεν. κτέατος, τὸ (Α) κτήμα, ιδιοκτησία («τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῑσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτέαρ < *κτηαρ, με βράχυνση φωνήεντος ( η > ε ) προ φωνήεντος ( α ), < *κτηFαρ < θ. κτη τού κτώμαι (πρβλ. ἐ κτή θην) + αρ,… …   Dictionary of Greek

  • κτέαρ — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτεσι — κτέαρ neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτεσιν — κτέαρ neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτεσσι — κτέαρ neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτεσσιν — κτέαρ neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτων — κτέαρ neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτέασι — κτέαρ neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτέασιν — κτέαρ neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτέατα — κτέαρ neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτέατος — κτέαρ neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»