Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κτησώμεϑα

См. также в других словарях:

  • κτησώμεθα — κτάομαι procure for oneself aor subj mid 1st pl κτέομαι procure for oneself aor subj mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησώμεθ' — κτησώμεθα , κτάομαι procure for oneself aor subj mid 1st pl κτησώμεθα , κτέομαι procure for oneself aor subj mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίτιμος — η, ο (Α ἐπίτιμος, ον) αυτός που απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και προνόμια τού ελεύθερου πολίτη («πάντας ἀνθρώπους ἑκόντες συγγενεῖς κτησώμεθα κἀπιτίμους καὶ πολίτας», Αριστοφ.) νεοελλ. αυτός που έχει τιμητικά κάποιο τίτλο χωρίς να έχει και τα… …   Dictionary of Greek

  • επεγκελεύω — ἐπεγκελεύω (AM) 1. παρακινώ, παροτρύνω κάποιον σε κάτι («ἀλλ οὖν ἐπεγκέλευέ γ ὡς εὐψυχίαν... κτησώμεθα», Ευρ.) 2. μέσ. επεγκελεύομαι διατάσσω, συνιστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκελεύω «προτρέπω, παρακινώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»