-
1 κτάομαι
Grammatical information: v.Meaning: `acquire, win', perf. `possess'.Other forms: Ion. ipf. ἐκτέετο (as v. l. Hdt. 8, 112), aor. κτήσασθαι (Il.), pass. κτηθῆναι (Th., E.), fut. κτήσομαι (posthom.), perf. ἔκτημαι, κέκτημαι (Hes., Att.),Derivatives: Also from the prefixcompp. (here not specif. noted): 1. Dat.pl. κτεάτεσσι (Hom., Pi., E.), sg. κτέαρ (hell.) `(acquired) goods, possessions, property' with κτεατίζω `acquire' (Il.), κτεατισμός (Man.; cod. κτεαν-). - 2. κτέανα n. pl., sec. a. rare - ον sg. `id.' (Hes., also Hp.), φιλο-κτεανώτατε voc. (A 122; Sommer Nominalkomp. 69), πολυ-κτέανος (Pi.). On κτεάτεσσι and κτέανα s. below. - 3. κτήματα n. pl. (Il.), also sg. (ο 19), `goods, landed property', also `domestic animals' (Chantraine Rev. de phil. 72, 5ff.), with κτημάτ-ιον (Alkiphr., pap.), - ίδιον (pap. VIp), - ικός `rich' (hell.), - ίτης `id.' (Lycurg.; Redard Les noms grecs en - της 28); as 2. member a. o. in πολυ-κτήμων `rich in possessions' (Il.) with - μοσύνη (Poll.). - 4. κτήνεα, - νη n. pl., rarely - νος sg. `domestic animals' (esp. Ion., hell.), prob. directly from κτάομαι with νος-suffix (Chantraine Formation 420; very complicated hypothesis in Egli Heteroklisie 48 f.); from it κτηνηδόν `after the kind of animals' (Hdt.), κτηνύδριον (pap.); often as 1. member, e.g. κτηνο-τρόφος `cattle-keeper' (hell.). - 5. κτῆσις `acquisition, possession' (Il.; Holt Les noms d'action en - σις 82 ff.) with κτήσιος `regarding the possessions', Ζεὑς Κτήσιος as protector of possessions (IA.; Nilsson Gr. Rel. 1, 403 ff.); dimin. κτησ(ε) ίδιον (Arr.). - 6. κτεάτειρα f. `who possesses (fem.)' (A. Ag. 356), archaising after κτεάτεσσι a. o. for - κτήτειρα, - τρια (in προ-κτήτρια `former possessor', pap.) to κτήτωρ m. `possessor' (D. S., pap., Act. Ap.) with κτητορικός (pap.); details in Fraenkel Nom. ag. 2, 29f., 1, 183 n. 1, Schwyzer 474 n. 3. - 7. Φιλο-κτή-της PN (Il.), compound from φίλος and κτάομαι with τη-suffix; Att. Φιλοσκήτης (Kretschmer Glotta 4, 351). -8. Verbal adjectives: κτητός `to acquire, acquired' (I 408; Ammann Μνήμης χάριν 1,14); usu. ἐπίκτη-τος `also acquired, newly acquired' (IA.); κτητικός `of what was acquired' (Att.), cf. Chantraine Ét. sur le vocab. grec 137. - 9. Unclear is ἀκτῆνες πένητες, ἠργηκότες (EM55, 11); after Solmsen Wortforsch. 143 prob. from *ἀ-κτη-ῆνες. Except the rare and relatively late attested present κτάομαι all forms have κτη-(ἔγκτασις hyperdoric after ἔμπᾱσις; s. πάσασθαι). Also κτεάτεσσι, κτέαρ go back to a heteroklitic *κτῆ-Ϝαρ, - Ϝατος; besides κτέανα as rest of the old oblique n-stem *κτη-Ϝαν-α, which gave sg. κτέανον, s. Schwyzer 519 n. 6, Egli Heteroklisie 32.Etymology: The oldcomparison with Indo-Iran. present Skt. kṣáyati = Av. xšayeiti, -te `rule, order, have power' is semantically unproblemtic, but formally already less convincing, as κτάομαι makes the inpression of being an innovation and the well established non-present forms of Greek have no Indo-Iran. agreements. A further problem was Skt. kṣáy-ati; this form does not continue *ksǝi̯eti; the solution is * ksH-ei-, which was unknown until recently; this solution can also be used to explain Skt. kṣa-trám - Av. xša-θ rǝm `rule'. The equation of κτάομαι `acquire' and Skt. kṣáyati is therefore less evident. Cf. LIV 334, 562; EWAia 426 -- Pok. 626.Page in Frisk: 2,31-33Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κτάομαι
См. также в других словарях:
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ζωοτρόφος — (I) ζωοτρόφος, ον (Α) (για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος]. (II) ο (Α ζῳοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καμηλοτρόφος — καμηλοτρόφος, ὁ (Α) πάπ. αυτός που τρέφει, που διατηρεί καμήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + τρόφος (< τροφός < τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
ζευγοτρόφος — ζευγοτρόφος, ον (Α) αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
θεοτρόφος — θεοτρόφος, ον (Μ) ο θεοτρεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. βου τρόφος, κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
ιπποτρόφος — ο(ν) (ΑΜ ἱπποτρόφος, ον) (για πρόσ. ή χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους νεοελλ. αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την αναπαραγωγή τους αρχ. αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τρόφος (<… … Dictionary of Greek
ιχθυοτρόφος — ο (Α ἰχθυοτρόφος, ον) (για θάλασσα, λίμνη, ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος ψάρια νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ιχθυοτρόφος αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, ο ιχθυοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + τρόφος (<… … Dictionary of Greek
κονικλοτρόφος — ο, η αυτός που εκτρέφει κουνέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνικλος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
κυνοτρόφος — κυνοτρόφος, ον (Α) αυτός που εκτρέφει σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + τροφός (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κτηνο τρόφος)] … Dictionary of Greek
μελισσοτρόφος — ο (Α μελισσοτρόφος και αττ. τ. μελιττοτρόφος) νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η μελισσοτρόφος αυτός που εκτρέφει μέλισσες, μελισσοκόμος αρχ. ως επίθ. αυτός που τρέφει πολλά μελίσσια, που παράγει πολύ μέλι («μελισσοτρόφου Σαλαμῑνος», Ευρ.).… … Dictionary of Greek
ξενοτρόφος — ξενοτρόφος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που περιποιείται τους ξένους αρχ. αυτός που διατηρεί ξένα μισθοφορικά στρατεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος)] … Dictionary of Greek