-
1 κρῑθ-άλευρον
κρῑθ-άλευρον, τό, Gerstenmehl, Sp.
-
2 κρῑθ-ώδης
-
3 κρῑθ-ώλεθρος
κρῑθ-ώλεθρος, Gerste verderbend, ἵπποι B. A. 46.
-
4 κριθαία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθαία
-
5 κριθάλευρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθάλευρον
-
6 κριθάμινος
A = κρίθινος, ἄλευρα Polyaen.4.3.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθάμινος
-
7 κριθανίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθανίας
-
8 κριθάριον
κρῑθ-άριον, τό, Dim. of κριθή, BGU33.11 (pl., ii/iii A. D.), PTeb.420.21 (iii A. D.), Thom.Mag.p.202 R.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθάριον
-
9 κριθάχυρον
A mixture of barley and chaff, PFlor.377.14 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθάχυρον
-
10 κριθάω
κρῑθ-άω, of a horse, -
11 κριθή
κρῑθ-ή, ἡ, mostly in pl.,A barleycorns, barley (cf. κρῖ), the meal being ἄλφιτα:πυρῶν ἢ κριθῶν Il.11.69
, cf. Od.9.110, 19.112, Ar.Eq. 1101;κριθᾶν μέδιμμνον IG42(1).40.7
(Epid.);τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο—τοῦτο δ' ἐστὶ τί;—κριθαί Strato Com.1.35
; οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος a kind of beer, Hdt.2.77;ἐκ κριθῶν μέθυ A.Supp. 953
, cf.Arist.Fr. 106; κριθαὶ πεφρυγμέναι, = κάχρυς, Th.6.22, cf. Moer.p.213 P.: pl., also of species of barley, Thphr. HP8.1.1: sg., PGrenf.2.29.9 (ii B. C.); κ. Ἰνδική millet, Sorghum halepense, Thphr.HP8.4.2.II pustule on the eyelid, stye, Hp. Epid.2.2.5, Gal.12.742. -
12 κριθίδιον
2 in pl., a little barley, Posidon.36 J., Luc.Asin.3, 47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθίδιον
-
13 κριθίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθίζω
-
14 κριθικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθικός
-
15 κρίθινος
A made of or from barley, κόλλιξ, ἄρτος, Hippon.35, Luc.Macr.5; ἄχυρον, ἄλευρον, Thphr.HP8.4.1, PEleph.5.25 (iii B. C.), Plu.2.397a;τὸ κ. ποτόν Hp.Acut.64
; κ. ὕδωρ ib.(Sp.) 30; κ. οἶνος beer, Plb.34.9.15;πόμα Plu.2.752b
: metaph., κ. Δημοσθένης, 'gingerbread Demosthenes', nickname of Dinarchus, Hermog.Id.2.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρίθινος
-
16 κριθίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθίον
-
17 κριθώδης
κρῑθ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθώδης
-
18 κριθώλεθρος
κρῑθ-ώλεθρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθώλεθρος
-
19 κρῑθάλευρον
κρῑθ-άλευρον, τό, Gerstenmehl -
20 κρῑθώδης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Gerste, die — Die Gêrste, plur. car. eine Art Getreide, welche einen blaßgelben eckigen Samen bringet; Hordeum L. Ihr eigentliches Vaterland ist unbekannt; vermuthlich ist es Ägypten. Die vierzeilige oder gemeine Gerste, Hordeum vulgare L. eine Sommergerste… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek
κριθίαση — η (AM κριθίασις) γαστραλγία τών ιπποειδών, που εμφανίζεται όταν τρώγουν λαίμαργα και σε ακατάλληλες ώρες μεγάλη ποσότητα κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. κριθίασις < κριθ ιῶ / άω (πρβλ. αλωπεκ ίασις, μυωπ ίασις)] … Dictionary of Greek
οσπρεάχυρον — ὀσπρεάχυρον, τὸ (Α) άχυρο οσπρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπρεον, άλλη γρφ. τού ὄσπριον + ἄχυρον (πρβλ. κριθ άχυρον)] … Dictionary of Greek
χόρτινος — η, ο / χόρτινος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χόρτο 2. χορταρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κατάλ. ινος (πρβλ. κρίθ ινος)] … Dictionary of Greek