-
1 Κρίση
-
2 Κρίσῃ
-
3 κρίση
κρίσιςseparating: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————κρίσηι, κρίσιςseparating: fem dat sg (epic) -
4 κρίσῃ
Βλ. λ. κρίση -
5 κρίση
judgementΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κρίση
-
6 εὐδείελος
εὐδείελος, ον,A clear, distinct, Hom. (only in Od.), usu. of Ithaca, 2.167,9.21, etc.: generally,ἦ πού τις νήσων εὐδείελος 13.234
; farseen,Κρόνιον Pi.O.1.111
; ἄστυ Orac. ap. Eus.PE6.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδείελος
-
7 Κρῖσα
Κρῖσα, ης, ἡ, Crisa, a city in Phocis, near Delphi, Il.2.520; [full] Κρίση, h.Ap. 282, etc.:—Adj. [full] Κρισαῖος, α, ον, Crisaean, ib. 446, Hdt.8.32:—also [full] Κίρρα, Pi.P.3.74, al., SIG241.45, al. (Delph., iv B. C.), Paus. 10.37.4 (but Κρῖσα distd. fr. Κίρρα by Leocrinesap.EM515.20, Str.9.3.3, Ptol.Geog.3.14.4); [full] Κύρρα, Marm.Par.53, v.l. in Ptol.l.c.; Κίρσα, Alc.Oxy.1789 Fr.6.9 (dub.), EMl.c.; κόλπος Κιρραῖος, dub. in Hecat.105 J.: also [full] Κρί?ΚρῖσαXσα, Pi.I.2.18; [full] Κρῐσαῖος, Id.P.5.37, al. -
8 εὐδείελος
Grammatical information: adj.Meaning: adjunct of places, in the Od. almost only of Ithaca, also of Κρίση (h. Ap. 438), of the mountain Κρόνιον (Pi. O. 1, 111) a. o. ( Od.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: One posited with Schulze Q. 244 metrical lengthening of *εὐ-δέελος `well visible', to δέελος (Κ 466); on the change - ει-: - ε- see Chantraine Gramm. hom. 1, 166ff. But see now on δέελος. - Further εὔδειλον Alc. G I 2 ( POxy. 2165 I 2; unclear; [ λόφος] is a quite uncertain emendation of Gallavotti). - The connection with δείελος, δείλη `evening', `with beautiful evenings' v.t. (Düntzer, Gentili Maia 2: 3, 1f.) is doubtfull.Page in Frisk: 1,584Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εὐδείελος
См. также в других словарях:
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
κρίση — η 1. διανοητική ενέργεια που διαστέλλει τα πρόσωπα ή τα πράγματα και καταλήγει σε λογικά συμπεράσματα, μόρφωση γνώμης. 2. κριτική. 3. διανοητική διαύγεια. 4. δίκη, δικαστική απόφαση. 5. διαταραχή της κανονικής τάξης, περίοδος εμπορικής απραξίας:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρίση — κρίσις separating fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρίσῃ — Κρί̱σῃ , Κρῖσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίσῃ — κρίσηι , κρίσις separating fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιη κρίση — (Νομ.). Η κρίση εκείνου που δικάζει ελεύθερα, χωρίς δηλαδή να δεσμεύεται από τους όρους μιας συμφωνίας που πρόκειται να κρίνει. Η κρίση αυτή πρέπει να συντελεστεί μέσα στα όρια του νόμου και με βάση τον σκοπό της σύμβασης και τις συγκεκριμένες… … Dictionary of Greek
συγκοπική κρίση — (Ιατρ.). Λιγόλεπτη απώλεια της συνείδησης που οφείλεται σε εγκεφαλική ισχαιμία λόγω ξαφνικής πτώσης της εγκεφαλικής παροχής αίματος. Ο ασθενής πέφτει στο έδαφος και παραμένει ακίνητος, χαλαρός, χωρίς μυϊκό τόνο, άσφυγμος και ωχρός. Εάν η σ. κ.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek