Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κράτων

  • 1 κρατων

         κράτων
        gen. pl. к *κράς См. κρας

    Древнегреческо-русский словарь > κρατων

  • 2 κρατῶν

    держащий
    Держащий

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κρατῶν

  • 3 κρατεω

         κρατέω
        (impf. iter. κρατέ(ε)σκον, дор. part. aor. κρατήσαις)
        1) быть мощным, обладать силой
        

    (μέγα κρατέων ἤνασσεν, sc. Ἀχιλλεύς Hom.)

        ὅταν μάλιστα κρατῇ ὅ ἥλιος Arst. — когда солнце сильнее всего печет;
        ἕως ἂν κρατῇ ἥ κίνησις Arst.пока продолжается движение

        2) править, управлять, тж. господствовать, властвовать
        

    (Ἦλις, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί Hom.; τί γὰρ πέπρωται Ζηνὴ πλέν ἀεὴ κρατεῖν; Aesch.)

        κ. Ἀργείων Hom. — царствовать над аргивянами;
        κ. ἀνδράσι καὴ θεοῖσι Hom. — властвовать над людьми и богами;
        ὅ κρατῶν Soph. — правитель, хозяин;
        ἥ κρατοῦσα Aesch. — госпожа, хозяйка

        3) иметь право
        4) овладевать, захватывать
        

    (τῆς ἀρχῆς Her.; πᾶσαν αἶαν Aesch.; τῆς θαλάττης Plat.)

        5) схватывать
        

    (τινα и τι χειρός τινος NT.)

        6) усваивать, переваривать
        7) держать в своей власти, владеть, занимать
        8) держать
        

    (χειρί τι Batr.; τινα Polyb.; τι ἐν τῇ δεξιᾷ NT.)

        9) удерживать, задерживать
        

    (τι NT.)

        10) управлять, владеть, сдерживать
        κ. ἑαυτοῦ Luc.владеть собой

        11) получать или иметь перевес, брать верх, одолевать, побеждать
        

    (ἱπποδρομίᾳ Pind.; τῇ μάχῃ Eur. и τέν μάχην Diod.; ἀγῶνα Dem.; τῶν ἐναντίων Arst.; τῶν πολεμίων Plut.)

        ὅ κρατῶν Xen. — победитель;
        ὅ κρατούμενος Arst. — побежденный;
        οἱ Ἀθηναῖοι πολλῷ ἐκράτησαν Her. — афиняне одержали решительную победу;
        ἐκράτεε τῇ γνώμῃ Her. — его мнение одержало верх;
        τῆς διαβολῆς κρατήσειν μετὰ τοῦ ἀληθοῦς Lys. — опровергнуть клевету истиной;
        κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ ὕπνου Her. или ὕπνῳ Aesch. — быть побежденным, сном;
        κρατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Plat. — предаваться наслаждениям;
        δόξαντες τῆς προθέσεως κεκρατηκέναι NT. — полагая, что их желание исполнилось

        12) добиться, настоять
        13) входить в силу, крепнуть, укореняться
        

    (νόμιμα τὰ Χαλκιδικὰ ἐκράτησεν, sc. ἐν τῇ Ἱμέρᾳ Thuc.)

        κρατεῖ φήμη Polyb.распространяется слух

        14) быть правым
        

    μέ πειθόμενος κρατεῖ Plat. — кто не поверит (неумелому оратору), будет прав

        15) твердо держаться (чего-л.), следовать (чему-л.), соблюдать
        16) impers. быть лучшим

    Древнегреческо-русский словарь > κρατεω

  • 4 αει

         ἀεί
        эп. преимущ. αἰεί, эп.-поэт. тж. αἰέν, дор. αἰές и ἀέ, эол. ἀΐ или ἄϊ adv.
        1) всегда, постоянно
        

    διὰ παντὸς ἀ. τοῦ χρόνου Xen. — в течение всего времени, во всякое время;

        ἀ. διὰ βίου Plat. — в течение всей жизни;
        εἰς τὸν ἀ. χρόνον Her., Plat. или είς ἀ. Soph., Thuc. — навеки, навсегда;
        ἀ. (δή) ποτε Hom., Thuc. — чуть ли не всегда;
        ἐς τόδε ἀ. Thuc.вплоть до настоящего времени

        2) (в разделит.-итерат. знач.) всякий раз (как), кто ни, что ни
        

    ἀ. ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην Her. или ἀ. παρ΄ ἑκάστην ἡμέραν Xen. — что ни день;

        ἀ. ἑκάστοτε Arph. — то и дело, беспрестанно;
        ὅ ἀ. βασιλεύων Her. и ὅ ἀ. κρατῶν Aesch. — кто бы ни царствовал, т.е. тот, кто в данное время царствует;
        ὅ ἀ. ὤν Xen. — вечный;
        οἱ ἀ. τούτων ἔκγονοι Her. — все их потомки;
        ὅ ἀ. ἐντὸς γιγνόμενος Thuc. — всякий проникший внутрь;
        οἱ ἀ. ἐγγυτάτω ἑαυτῶν ὄντες Plat. — все, кто бы ни находился в тесном с ними общении;
        τὰς ἀ. πληρουμένας (ναῦς) ἐξέπεμπον Thuc.они высылали корабли по мере их оснащения

    Древнегреческо-русский словарь > αει

  • 5 κρας

         κράς
        τό (только gen. κρᾱτός и κράᾰτος, dat. κρᾱτί и κράᾰτι, acc. κρᾶτα; pl.: gen. κράτων с ᾱ, dat. κρᾱσίν - эп. κράτεσφι с ᾱ, acc. κρᾶτας)
        1) n и f голова
        

    (ἀπὸ κρατὸς κυνέην θεῖναι Hom.; ἀποκοπὰ κρατός Aesch.; ἐς τὸ κείνου κρᾶτα ἐνήλατο ἥ τύχη Soph.; τέκνα ὁρῶ κρᾶτας ἐξεστεμμένα Eur.)

        2) вершина
        

    (Οὐλύμποιο Hom.)

        3) внутренний угол, т.е. глубина
        

    (ἐπὴ κρατὸς λιμένος Hom.). - см. тж. κρᾶτα

    Древнегреческо-русский словарь > κρας

См. также в других словарях:

  • Κράτων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ζωγράφος των αρχαϊκών χρόνων από τη Σικυώνα. Σύμφωνα με τον Αθηναγόρα υπήρξε ο εφευρέτης της γραφικής, δηλαδή του σχεδίου. 2. Ρωμαίος ρητοροδιδάσκαλος, ελληνικής καταγωγής (1ος αι. μ.Χ.). Ως ρήτορας… …   Dictionary of Greek

  • Κρατῶν — Κράτης neut gen pl (attic epic doric) Κράτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατῶν — κρᾱτῶν , κράς head fem gen pl κράτος strength neut gen pl (attic epic doric) κρατέω to be strong pres part act masc nom sg (attic epic doric) κρατύς strong masc/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτων — κάρα head neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών — (Organization of American States, OAS). Ιδρύθηκε με βάση τη διαμερικανική συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας που υπογράφηκε στο Ρίο ντε Τζαανέιρο το 1947. Μέχρι το 1992 είχαν προσχωρήσει στον O.A.K. 35 κράτη μεταξύ των οποίων: Αϊτή, Αργεντινή, Βενεζουέλα …   Dictionary of Greek

  • ομοσπονδία — Με τον όρο ο. δηλώνονται σχέσεις ιδιωτικές και σχέσεις δημόσιες. Στον ιδιωτικό τομέα ο. είναι η ένωση σωματείων (εργατικών, αθλητικών) ή συνεταιρισμών που επιδιώκουν κοινούς σκοπούς, και η συνομοσπονδία είναι ένωση τέτοιων ο.· και η μια και η… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • διεθνές δίκαιο — Όρος που αναφέρεται γενικά στο σύνολο των νομικών κανόνων που αφορούν σχέσεις ανάμεσα στα κράτη ή ανάμεσα στα κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς ή ανάμεσα σε πρόσωπα που ζουν σε διαφορετικές επικράτειες ή εξαρτούν έννομα συμφέροντα που διέπονται… …   Dictionary of Greek

  • Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»