-
1 κρῶμαξ
A heap of stones, = κλῶμαξ, Hsch.:—hence [full] κρωμᾰκόεις, = κρημνώδης, Id.; [full] κρωμᾰκωτός, ή, όν, Paphlagon. word, Eust. 330.40. [κρώμᾱξ, ᾱκος, acc. to Hdn. Gr. (?) in Philol.39.354.] -
2 κρώμαξ
-
3 κρώμαξ
κρώμαξ, ᾱκος, ὁ, Steinhaufen, Felsen -
4 κρῶμαξ
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρῶμαξ
-
5 κρωμακίσκος
κρωμακίσκος, ὁ, der Form nach dim. von κρώμαξ, von dunkler Bedeutung, Antiphan. bei Ath. IX, 3964.
-
6 κλώμαξ
-
7 κλῶμαξ
-
8 κλῶμαξ
κλῶμαξ, - ᾰκοςGrammatical information: m.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Formation as λίθαξ, βῶλαξ etc. (Chantraine Formation 379). From a verbal noun *κλῶμος, prop. *`breach', from κλάω `brake' (s. v.)?; cf. περικεκλασμένος `lying on uneven, rocky grund', of τόποι, πόλεις, οἰκίαι (Plb.). Of the full grade in κλῆ-μα ( κλᾶ-μα), κλῆ-ρος ( κλᾶ-ρος)? - Beside it κρῶμαξ `id.', κρωμακόεις κρημνώδης H., κρωμακωτός (Eust. 330, 40; Paphlagonian) with ρ from κρημνός (which does no belong to κρεμάννυμι)? - After Belardi Doxa 3, 210 as Pre-Greek to Lat. grūmus `heap of earth., hill'. A connection with κλάω (and further κλῆμα, κλᾶρος) is improbable. The form with ρ could show Pre-Greek variationPage in Frisk: 1,879Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλῶμαξ
См. также в других словарях:
κρώμαξ — κρῶμαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. κλώμαξ … Dictionary of Greek
κλώμαξ — και κρώμαξ, ακος, ὁ (Α) σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε αξ κατά τα λίθ αξ, βῶλ αξ. Το θ. κλω μ πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. *κλῶ μος («ρωγμή»;) < κλάω / ῶ «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια… … Dictionary of Greek
κρωμακίσκος — κρωμακίσκος, ὁ (Α) [κρώμαξ] πιθ. γουρουνάκι … Dictionary of Greek
κρωμακωτός — κρωμακωτός, ή, όν (Α) πετρώδης, δύσβατος, απόκρημνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρῶμαξ, ακος + κατάλ. ωτός (πρβλ. θυσαν ωτός, κλίμακ ωτός)] … Dictionary of Greek
κρωμακόεις — κρωμακόεις, εσσα, εν (Α) πετρώδης, κρημνώδης, τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρῶμαξ, ακος + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις, πετρ όεις)] … Dictionary of Greek
σικυήλατον — και σικυήρατον και σικύρατον, τὸ, Α τμήμα κήπου κατάφυτο με αγγουριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + ήλατος / ήρατον (< ἐλαύνω «φυτεύω σε σειρές, σε πρασιές»), με εναλλαγή λ / ρ (πρβλ. κλῶμαξ / κρῶμαξ και αδελφός / αδερφός)] … Dictionary of Greek