-
81 κροτέω
II knock, strike,λέβητας Hdt.6.58
; ;τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευράς D.54.9
; τινα Plu.2.10d: sens. obsc., IG 12(7).414 (Amorgos, cf. ):—[voice] Pass., to be beaten byrain, Ael. NA16.17.2 clap in sign of applause, κ. τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, Hdt. 2.60, X.Cyr.8.4.12;ταῖς χερσί Thphr.Char.19.10
: abs., applaud, X.Smp.9.4, D.21.226, etc.;ἐν θεάτρῳ Thphr.Char.11.3
: c.acc.,κ. τινά D.L.7.173
:—[voice] Pass., Arist.Po. 1456a10 (sed leg. κρατεῖσθαι), Pl. Ax. 368d, etc.;τέλειος ῥήτωρ καὶ κεκροτημένος Phld.Rh.2.128
S.; παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια are commended, Ath.5.182a (sed leg. < συγ>κεκρ.).b also in sign of disapproval, Plu.2.533a.3 κ. ὀδόντας gnash the teeth, Archil.Supp.2.9.4 of a smith, hammer, weld together, Luc.Lex.9: metaph., in [voice] Pass., to be wrought,κεκρότηται χρυσέα κρηπίς Pi.Fr. 194
, cf. Lyc.888: hence ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες one mass of trickery, Theoc.15.49; εὐθὺς τὸ πρῆγμα κροτείσθω 'strike while the iron is hot', AP10.20 ([place name] Adaeus).5 rattle, clash,χαλκώματα Plu.2.944b
: c. dat., κ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις make a rattling noise with them, in order to collect a swarm of bees, Arist.HA 627a16;κ. κυμβάλοις Luc.Alex.9
; satirically, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα [Μοῦσ' Εὐριπίδου] Ar.Ra. 1306, cf. Ael.NA2.11. -
82 κροτησμός
κροτ-ησμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροτησμός
-
83 κωδωνόκροτος
κωδωνό-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωδωνόκροτος
-
84 λιγύκροτος
λῐγῠ-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγύκροτος
-
85 μετρόκροτος
μετρό-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετρόκροτος
-
86 μονόκροτος
μονό-κροτος ναῦς, a vesselGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόκροτος
-
87 νεόκροτος
νεό-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόκροτος
-
88 περίκροτος
περί-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίκροτος
-
89 πολύκροτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύκροτος
-
90 ποσσίκροτος
ποσσί-κροτος, ον,II [voice] Act., striking with the feet, Orph.H.31.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποσσίκροτος
-
91 συμμελής
συμμελής, ές,A in time, κρότος ἐμμελὴς καὶ ς. Ael.NA5.13;τῷ ποδὶ κρούων συμμελές Philostr.Im.1.10
: metaph.,σ. λόγοις Ael.NA9.29
. Adv. [comp] Sup. - έστατα accurately,διαγνῶναι Gal.18(1).297
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμελής
-
92 τρίκροτος
τρί-κροτος, ον,A rowed with triple stroke, of a trireme, Aristid.Or.25(43).4; sc. ναῦς, Sch.Ael.Tact.p.234K.-R.: cf. δίκροτος, μονόκροτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίκροτος
-
93 φιλόκροτος
φῐλό-κροτος, ον,A loving noise, of Pan, h.Pan.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόκροτος
-
94 χαλκόκροτος
χαλκό-κροτος, ον,A sounding or rattling with bronze, epith. of Demeter, in allusion to instruments used in her worship, Pi.I.7(6).3; χ. ἵπποι horses that stamp with hoofs of bronze, brazen-hoofed, Ar.Eq. 552 (lyr.).III χαλκοκρότος, ὁ, = Lat. aerarius, Gloss. ( καλκόκροτος cod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκόκροτος
-
95 χορωφελήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χορωφελήτης
-
96 ἑξκαιδεκάκροτος
ἑξκαιδεκά-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξκαιδεκάκροτος
-
97 ἱππόκροτος
ἱππό-κροτος, ον,A sounding with the tramp of horses,ὁδός Pi.P.5.92
; (anap.);ἱ. δάπεδα γυμνάσιά τε Id.Hel. 207
(lyr.), cf. AP12.131 (Posidipp.): in late Prose, Chor.Lyd.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππόκροτος
-
98 ὑψίκροτος
ὑψῐ-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίκροτος
-
99 κροτέω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κροτέω
-
100 ἁλίκροτος
См. также в других словарях:
Κρότος — rattling noise masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρότος — rattling noise masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek
κρότος — ο 1. κρότος που προέρχεται από κρούση ή σύγκρουση, πάταγος, βρόντος: Ακούστηκαν κρότοι πυροβολισμού. 2. ισχυρή εντύπωση, φήμη: Το άρθρο αυτό έκανε μεγάλο κρότο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρότε — Κρότος rattling noise masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρότε — κρότος rattling noise masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρότοι — Κρότος rattling noise masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρότοι — κρότος rattling noise masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρότοις — Κρότος rattling noise masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρότοις — κρότος rattling noise masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρότοισι — Κρότος rattling noise masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)