-
1 κρυψίνους
κρυψίνουςhiding one's thoughts: masc /fem nom plκρυψίνουςhiding one's thoughts: masc /fem nom /voc sg -
2 κρυψίνους
ους, ουν1) скрытный; 2) неискренний, притворный, лицемерный; коварный -
3 κρυψίνους
reticentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κρυψίνους
-
4 κρυψίνουν
κρυψίνουςhiding one's thoughts: masc /fem acc sgκρυψίνουςhiding one's thoughts: neut nom /voc /acc sg -
5 κρυψίνοι
κρυψίνουςhiding one's thoughts: masc /fem nom /voc pl -
6 κρυψίνου
κρυψίνουςhiding one's thoughts: masc /fem /neut gen sg -
7 κρυψίνως
κρυψίνουςhiding one's thoughts: adverbial -
8 непроницаемый
επ., βρ: -аем, -а, -о1. αδιαπέραστος (από νερό, ήχο, φως κλπ.), στεγανός.2. μτφ. αδιανόητος, δύσληπτος• ανεΕι-χνίαστος.3. μτφ. κρυφός, κρυψίνους μυστικός•непроницаемый человек κρυψϊνους άνθρωπος.
-
9 μυχό-νους
-
10 κρυφό-νους
κρυφό-νους, = κρυψίνους, E. M. 20, 49.
-
11 δολερός
-
12 ἐπί-βουλος
ἐπί-βουλος, nachstellend, hinterlistig; Ἥρας νόσοι Aesch. Suppl. 582; neben κρυψίνους u. δολερός Xen. Cyr. 1, 6, 27; τινί, Plat. Conv. 203 d; aber τὰ ἐπίβουλα καὶ πολέμια τῶν ἀνϑρώπων, gegen die Menschen, Plut. Symp. 8, 7, 3; δυςκολώτερον ζῶον καὶ ἐπιβουλότερον Plat. Theaet. 174 d. – Adv., Plut.; ἐπιβούλως διακεῖσϑ αι πρός τινα D. Hal. 11, 49.
-
13 δολερος
31) хитрый, коварный (sc. Κλυταιμνήστρα Soph.; κρυψίνους καὴ δ. Xen.; ἄνθρωπος Arst.)2) обманчивый, коварный(ποταμός Her. - v. l. θολερός; εἵματα Her., Plut.; χρώματα Plut.)
-
14 επιβουλος
-
15 κρυψινοος
-
16 κρυψίβουλος
ος, ον см. κρυψίνους -
17 κρυψινόους
κρυψίνοοςhiding one's thoughts: masc /fem acc plκρυψίνουςhiding one's thoughts: masc /fem acc pl -
18 κρυψίνοοι
κρυψίνοοςhiding one's thoughts: masc /fem nom /voc plκρυψίνουςhiding one's thoughts: masc /fem nom /voc pl -
19 cagey
-
20 secretive
[-tiv]adjective (inclined to conceal one's activities, thoughts etc: secretive behaviour.) κρυψίνους,μυστικοπαθής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρυψίνους — hiding one s thoughts masc/fem nom pl κρυψίνους hiding one s thoughts masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυψίνους — ουν (AM κρυψίνους, ουν και οος, οον) 1. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του 2. υποκριτής, ανειλικρινής, πανούργος («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», Ξεν.). επίρρ... κρυψίνως (Α) ανειλικρινώς … Dictionary of Greek
κρυψίνουν — κρυψίνους hiding one s thoughts masc/fem acc sg κρυψίνους hiding one s thoughts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυψίνοι — κρυψίνους hiding one s thoughts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυψίνου — κρυψίνους hiding one s thoughts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυψίνως — κρυψίνους hiding one s thoughts adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ … Dictionary of Greek
κρυφίνους — κρυφίνους, ουν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κρυψίνους», ύπουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) το ι πιθ. κατ επίδρασιν του κρυψίνους, + νους (< νοῦς), πρβλ. δοκησί νους, τελεσί νους] … Dictionary of Greek
ύπουλος — η, ο / ὕπουλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κάτω από την φαινομενική καλωσύνη ή υγεία κρύβει κακό ή κακά (α. «ύπουλη νόσος» β. «οἰδεῑ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις», Πλούτ. γ. «κάλλος κακῶν ὕπουλον», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) κρυψίνους, δόλιος, υποκριτικός (α.… … Dictionary of Greek
Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… … Dictionary of Greek
ανεπισκίαστος — η, ο (AM ἀνεπισκίαστος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επισκιαστεί, που διατηρεί την αίγλη του μσν. εκείνος που δεν είναι κρυψίνους, ο ειλικρινής … Dictionary of Greek