Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δολερός

См. также в других словарях:

  • δολερός — deceitful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολερός — ή, ό (AM δολερός, ά, όν) αυτός που ενεργεί με δόλο, πανούργος, ανειλικρινής …   Dictionary of Greek

  • δολερός — ή, ό επίρρ. ά γεμάτος δόλο, πανούργος: Μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί δρα δολερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δολερά — δολερός deceitful neut nom/voc/acc pl δολερά̱ , δολερός deceitful fem nom/voc/acc dual δολερά̱ , δολερός deceitful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολερώτερον — δολερός deceitful adverbial comp δολερός deceitful masc acc comp sg δολερός deceitful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολερῶν — δολερός deceitful fem gen pl δολερός deceitful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολερόν — δολερός deceitful masc acc sg δολερός deceitful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολερώτατα — δολερός deceitful adverbial superl δολερός deceitful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολεραῖς — δολερός deceitful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολεραί — δολερός deceitful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολεροῖς — δολερός deceitful masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»