-
1 κρυφος
-
2 κρυφος...
-
3 ΚΡΎΦος
ΚΡΎΦος, ὁ, od. nach Arcad. p. 84, 17 κρυφός, das Verheimlichen, Verbergen; κρύφον ϑέμεν ἐσλῶν Pind. Ol. 2, 97. – Ein Schlupfwinkel, Maccab.
-
4 κρυφός
κρυφόςa cloud: masc nom sg -
5 κρυφός
κρῠφός ?1 hidden κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus cf. Georgacas, Glotta 36, 164. κρύφιόν codd., κρύψιν Σ paraphr. fort. recte) O. 2.97 -
6 κρύφος
κρύφος, ὁ, das Verheimlichen, Verbergen. Ein Schlupfwinkel -
7 κρυφός
η, ό1) тайный, скрытый, невидимый;κρυφός εχθρός — тайный враг;
κρυφό νόημα — скрытый смысл;
2) тайный, скрытый, затаённый; сокровенный;κρυφή χαρά — скрытая радость;
κρυφό μίσος — затаённая ненависть;
κρυφό όνειρο — тайная мечта;
κρυφός πόθος — заветная мечте;
3) скрытный (о человеке);§ τώχω κρυφή χαρά — я очень радуюсь в душе
-
8 κρύφος
-ου ὁ N 2 0-0-0-0-4=4 1 Mc 1,53; 2,31.36.41hiding place, lurking place -
9 κρυφός
[крифос] еж. тайный, скрытный. -
10 κρυφός
-
11 κρυφός
1) furtive2) sneakingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κρυφός
-
12 πάγ-κρυφος
πάγ-κρυφος, ganz verborgen, Sp. l. d.
-
13 ἀπό-κρυφος
ἀπό-κρυφος, versteckt, heimlich, δέμας Eur. Herc. fur. 1069; ἀπόκρυφον πατρός, ohne des Vaters Wissen, Xen. Symp. 8, 11; abs., Mem. 3, 5. 14; καϑαρμός Ep. ad. 198 ( App. 100). Dah. βιβλία, geheime, Suid.; auch = untergeschoben, unächt.
-
14 ἐπί-κρυφος
ἐπί-κρυφος, verborgen, geheim, οἶμος Pind. Gl. 8, 69. Auch Sp., wie Plut. Arat. 10.
-
15 ἔγ-κρυφος
-
16 κρυφόν
κρυφόςa cloud: masc acc sg -
17 κρύπτω
Grammatical information: v.Meaning: `conceal, hide'.Other forms: fut. κρύψω, aor. κρύψαι, pass. κρυφθῆναι (Il.), - φῆναι (S.), - βῆναι (LXX), fut. - βήσομαι (E., LXX), perf. midd. κέκρυμμαι (Od.), act. κέκρυφα (D. H.), iter. ipf. κρύπτασκε (Θ 272; Risch 240), - εσκε (h. Cer. 239), late pres. κρύβω, ipf. ἔκρυβον, - φον,Derivatives: 1. κρυπτός `hid, secret(ly)' (Ξ 168; Amman Μνήμης χάριν 1, 16) with κρυπτάδιος `id.' (Il., A..; after ἀμφάδιος), κρυπτικός `concealing' (Arist., Alex. Aphr.), κρυπτίνδα παίζειν `hide-and-seek' (Theognost.); κρυπτεύω `hide' (E., X.) with κρυπτεία `secret service at Sparta' (Pl., Arist.). - 2. ( ἔγ-, ἀπό-, ἐπί-)κρύψις `hiding' (E., Arist., Plb.; Holt Les noms d'action en - σις 149). - 3. κρυπτήρ "hider", name of an instrument (Delos IIa, Sch.), - τήριος `serving as hiding place' (Orac. ap. Paus. 8, 42, 6), κρύπτης `member of the κρυπτεία' (E. Fr. 1126[?]). - 4. κρυφῆ, Dor. - φᾶ (Pi., S., X.), κρύφᾰ (Th.) adv. `secretly'; from it κρυφάδᾱν (Corinn.), - άδις (Hdn.), - ηδόν (Od., Q. S.), - ανδόν (H.) `id.' (Schwyzer 550, 626, 631); κρυφαῖος `secret' (Pi., Trag., LXX), κρύφασος name of a throw of the dice (Poll.; Chantraine Formation 435). - 5. κατα-, ἀπο-κρυφή `hiding place' (S., LXX); κρύφιος `secretly' (Hes., Pi., Trag., Th.; κρύφιος: κρύπτω Schulze Kl. Schr. 362), κρυφία f. `hiding place' ( PFlor. 284, 8; VIp), κρύφιμος = κρύφιος (Man.; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 19 f.), - ιμαῖος `id.' (Ephesos IVp), - ιώδης `id.' (Eust.); ἀπό-, ἐπί-, ἔγ-, ὑπό-κρυφος `concealed' (Pi., Hdt., E.; from ἀποκρύπτω etc.), κρυφός ( κρύφος) `hiding' (Emp. 27, 3; Porzig Satzinhalte 319; LXX), `secret' (coni. Pi. O. 2, 97) ; see Georgacas Glotta 36, 164 f.; ἐγκρυφίας ἄρτος `hidden under the ashes, i. e. baked bread' (Hp.), ἐγκρυφιάζω `hide' (Ar.); κρυφιαστής `interpreter of dreams' (Aq.). - 6. κρύβδᾰ = κρύφα (Σ 168, A., Pi.), κρύβδην, Dor. -δᾱν (Od.); cf. Haas Μνήμης χάριν 133f. - 7. ( ἀπο-)κρυβή `concealment' (LXX, Vett. Val.), κρυβῆ = - φῆ (LXX); κρυβηλός κρυπτὸς [ πύργος], κρύβες νεκροί, κρυβήτας τετελευτηκότας, κρυβήσια νεκύσια, κρυβάζει ἀποκρύπτει H. To κρύπτω reminds formally and semantically καλύπτω (s. v.); the verbs may have influenced one another. On the variation π: φ: β, which can also be analogical, cf. Schwyzer 333, 705 n. 2, 737.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: But for the final labial and the vowelquantity κρύπτω agrees with Slav., e.g. OCS kryjo, kryti ' κρύπτω, ἀποκρύπτω' (Persson Stud. 51 n. 1, Meillet MSL 8, 297), which is connected with Balt., e.g. Lith. kráuju, kráuti `pile up'; on the meaning Schulze KZ 50, 275 (Kl. Schr. 621 f.). Doubtful because of the vowel is the comparison with a Balt. word for `deceive, delude', Lith. króp(i)u, krópti, Latv. krapt. Further Pok. 616f., Fraenkel Wb. s. kráuti and krópti 2., Vasmer Wb. s. krytь. - As there is no good IE etym. the word may be Pre-Greek, what seems confirmed by the frequent variation of the labial.Page in Frisk: 2,29-30Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρύπτω
-
18 αποκρυφος
2скрытый, сокровенный, тайныйἐν ἀποκρυφῳ Her. — втайне, скрыто;
ἀπόκρυφον δέμας κρύψαι Eur. — скрыться, спрятаться:ἀπόκρυφόν τινος Xen. — втайне от кого-л.;οὐδὲν ἀπόκρυφον Xen. — совершенно очевидно -
19 επικρυφος
-
20 κρύφιος
ία, ον см. κρυφός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρυφός — κρυφός, ή, ό και κρυφτός, ή, ό επίρρ. ά 1. αφανής, κρυφός: Τα παιδιά τότε πήγαιναν στο κρυφό σκολειό. 2. μυστικός: Είχαν κρυφή αγάπη. 3. εχέμυθος, αυτός που δε λέει τα συναισθήματά του στους άλλους: Είναι κρυφός άνθρωπος. 4. το ουδ. κρυφό ως ουσ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρύφος — ή κρυφός, ὁ (Α) 1. σκοτεινότητα, αμαύρωση («τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρύφον [δ. γρφ. κρυφόν] τιθέμεν ἐσθλῶν καλοῑς ἔργοις», Πίνδ.) 2. κρυψώνας, κρησφύγετο («καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραήλ ἐν κρύφοις, ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αυτών», ΠΔ) 3. κρυφή δίοδος, κρυφή… … Dictionary of Greek
κρυφός — a cloud masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
κρυφοῖς — κρυφός a cloud masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφῶν — κρυφός a cloud masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφῷ — κρυφός a cloud masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφόν — κρυφός a cloud masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκρυφος — ἐπίκρυφος, ον (Α) 1. κρυφός 2. άδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρυφός (< κρύπτω)] … Dictionary of Greek
καημός — και καϋμός, ο 1. το αποτέλεσμα τού καίω, κάψιμο 2. ισχυρό συναίσθημα λύπης, θλίψη, στενοχώρια 3. ζωηρή επιθυμία, πόθος ασυγκράτητος 4. πόνος από έρωτα 5. στον πληθ. οι καημοί τα βάσανα 6. φρ. α) «τό χω καημό» επιθυμώ β) «κρυφός καημός» κρυφός… … Dictionary of Greek
λοχαίος — λοχαῑος, αία, ον (Α) 1. κρυφός, μυστικός 2. (για τα μεστά στάχια τού σίτου) αυτός που γέρνει προς τα κάτω 3. αυτός που έχει άφθονα άνθη, που θάλλει 4. φρ. «λοχαῑος ἔρως» κρυφός έρωτας 5. (κατά τον Φώτ.) «λοχαῑος σῑτος ὁ βαθύς ἢ ὁ δι ἐπομβρίαν… … Dictionary of Greek