-
1 sneaking
κρυφός -
2 скрытый
κρυφός, αφανής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скрытый
-
3 gizli
κρυφός, μυστικός -
4 saklı
κρυφός, μυστικός -
5 тайный
-
6 затаенный
затаенн||ый1. прич. от затаить·2. прил κρυφός, μυστικός, κρυμμένος:\затаенныйая ненависть τό κρυφό μίσος· \затаенныйая мечта ὁ κρυφός (или ὁ μύχιος) πόθος·3. прил (приглушенный) ὑπόκωφος:\затаенный шум ὁ ὑπόκωφος θόρυβος· с \затаенныйым дыханием μέ πιασμένη ἀναπνοή. -
7 тайный
тайн||ыйприл μυστικός, κρυφός:\тайный враг ὁ κρυφός ἐχθρός· \тайныйое голосование ἡ μυστική ψηφοφορία· \тайныйые переговоры οἱ μυστικές διαπραγματεύσεις· \тайныйая мечта τό κρυφό ὅνειρο. -
8 заветный
επ.1. ιερός, πολύτιμος. || ακριβός, προσφιλής, αγαπητός.2. παλ. κληρονομικός.3. μύχιος, ενδόμυχος• μυστικός• κρυφός•-ое желание μύχιος πόθος, κρυφός καημός. Η παλ. απαγορευμένος.
-
9 сокровенный
επ. -вен, -венна, -венноμύχιος, ενδόμυχος• κρυφός• μυστικός•-ые мысли κρυφές σκέψεις•
-ое желание κρυφός καημός•
-ые чувства κρυφά αισθήματα.
-
10 тайный
επ.1. μυστικός•-ое общество μυστική εταιρεία ή μυστικός σύνδεσμος•
-ое свидание μυστική συνάντηση•
-ая полиция μυστική αστυνομία.
2. κρυφός, κρύφιος•тайный враг κρυφός εχθρός•
-ая мысль κρυφή σκέψη•
-ая радость κρυφή χαρά.
εκφρ.- ое голосование – μυστική ψηφοφορία•- ые выборы – εκλογές με μυστική ψηφοφορία•тайный действительный советник – ο μυστικοσύμβουλος•- ые языки – τα διάφορα αργκό. -
11 закрытый
1. (имеющий сверху навес или покрытие) κλειστός, σκεπασμένος· - ое помещение - χώρος 2. (недоступный для всех) κλειστός, - ое голосование η μυστική ψηφοφορία 3. мед. κρυφός, κλειστός 4. (крышкой, замком, створками и т.п.) κλειστός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закрытый
-
12 невысказанный
невысказанныйприл ἀνεκδήλωτος, ἀνέκφραστος / κρυφός, μυστικός (тайный). -
13 потайной
потайн||ойприл μυστικός, κρυφός:\потайнойа́я дверь ἡ μυστική πόρτα· \потайнойо́е место ὁ κρυψώνας· \потайной фонарь τό κλεφτοφάναρο. -
14 скрытность
скрытн||остьж ὁ κρυφός χαρακτήρας, ἡ κρυψίνοια. -
15 скрытный
скрытн||ыйприл κρυφός, κρυψί-νους:\скрытныйый человек ἄνθρωπος μέ κρυφό χαρακτήρα -
16 скрытый
скрыт||ый1. прич. от скрывать·2. прил κρυφός, κρύφιος, λανθάνων:\скрытыйая радость ἡ κρυφή χαρά· \скрытыйая теплота физ. ἡ λανθάνουσα θερμότητα· \скрытый смысл τό κρυφό νόημα -
17 furtive
['fə:tiv](secretive; avoiding attention: a furtive action/look.) κρυφός -
18 hidden
adjective ((made in such a way as to be) difficult to see or find: a hidden door; a hidden meaning.) κρυφός,κρυμμένος -
19 latent
['leitənt](hidden or undeveloped, but capable of being developed: a latent talent for music.) λανθάνων, κρυφός -
20 sneaky
adjective It was a bit sneaky of him to tell the teacher about me.) ύπουλος/κρυφός
См. также в других словарях:
κρυφός — κρυφός, ή, ό και κρυφτός, ή, ό επίρρ. ά 1. αφανής, κρυφός: Τα παιδιά τότε πήγαιναν στο κρυφό σκολειό. 2. μυστικός: Είχαν κρυφή αγάπη. 3. εχέμυθος, αυτός που δε λέει τα συναισθήματά του στους άλλους: Είναι κρυφός άνθρωπος. 4. το ουδ. κρυφό ως ουσ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρύφος — ή κρυφός, ὁ (Α) 1. σκοτεινότητα, αμαύρωση («τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρύφον [δ. γρφ. κρυφόν] τιθέμεν ἐσθλῶν καλοῑς ἔργοις», Πίνδ.) 2. κρυψώνας, κρησφύγετο («καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραήλ ἐν κρύφοις, ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αυτών», ΠΔ) 3. κρυφή δίοδος, κρυφή… … Dictionary of Greek
κρυφός — a cloud masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
κρυφοῖς — κρυφός a cloud masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφῶν — κρυφός a cloud masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφῷ — κρυφός a cloud masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφόν — κρυφός a cloud masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκρυφος — ἐπίκρυφος, ον (Α) 1. κρυφός 2. άδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρυφός (< κρύπτω)] … Dictionary of Greek
καημός — και καϋμός, ο 1. το αποτέλεσμα τού καίω, κάψιμο 2. ισχυρό συναίσθημα λύπης, θλίψη, στενοχώρια 3. ζωηρή επιθυμία, πόθος ασυγκράτητος 4. πόνος από έρωτα 5. στον πληθ. οι καημοί τα βάσανα 6. φρ. α) «τό χω καημό» επιθυμώ β) «κρυφός καημός» κρυφός… … Dictionary of Greek
λοχαίος — λοχαῑος, αία, ον (Α) 1. κρυφός, μυστικός 2. (για τα μεστά στάχια τού σίτου) αυτός που γέρνει προς τα κάτω 3. αυτός που έχει άφθονα άνθη, που θάλλει 4. φρ. «λοχαῑος ἔρως» κρυφός έρωτας 5. (κατά τον Φώτ.) «λοχαῑος σῑτος ὁ βαθύς ἢ ὁ δι ἐπομβρίαν… … Dictionary of Greek