-
1 κροκόττας
-
2 κροκόττας
κροκόττας, ὁ, ein Tier in Indien, wahrscheinlich eine Hyänenart; crocota u. crocuta der Römer -
3 κυνό-λυκος
κυνό-λυκος, ὁ, Hundswolf, = κροκόττας, Ctes. Ind. 32.
-
4 κοροκότας
κοροκότας, ὁ, = κροκόττας; v. l. bei Ael. N. A. 7, 22; bei D. Cass. 76, 1 κοροκόττις.
-
5 ὕαινα
ὕαινα, ἡ, urspr. eine Sau, gew. – 1) ein reißendes Thier in Libyen, dem Wolfe u. Hunde ähnlich, mit einer starken, borstigen Mähne über Hals u. Rücken, worin die durch den Namen angedeutete Aehnlichkeit mit dem Schweine zu suchen ist; wahrscheinlich die Hyäne der Neuern; Her. 4, 192; Arist. H. A. 6, 31. 8, 5; Opp. Cyn. 3, 263; vgl. Ael. H. A. 7, 22. 6, 15. Sie heißt auch γλάνος od. γάνος, κροκόττας od. κροκούτας. – 2) ein Meerfisch, eine Schollenart, auch ὑαινίς; Numen. bei Ath. VII, 326 f; vgl. Ael. H. A. 9, 49. 13, 27. – 3) ὕαιναι heißen die dem Mithras zum Dienste geweihten Weiber, die Männer λέοντες, Porphyr.
См. также в других словарях:
κροκόττας — και κοροκόττας και κοροκότας και κροκούττας, ὁ (Α) άγριο ζώο που, καθώς πιστευόταν, προέρχεται από τη μίξη σκύλου και λύκου, πιθ. η ύαινα («κροκούττας δ εστί μείγμα λύκου και κυνός», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. crocotta, corocotta, crocuta, άγριο … Dictionary of Greek
κοροκότ(τ)ας — κοροκότ(τ)ας, α, ὁ (Α) βλ. κροκόττας … Dictionary of Greek
κυνόλυκος — κυνόλυκος, ὁ (Α) ο κροκόττας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + λύκος] … Dictionary of Greek
ύαινα — (hyaena). Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών. Είναι μεγάλο ζώο με σώμα συνεπτυγμένο και ισχυρό. Η ύ. έχει τρίχωμα μακρύ, χαλαρό, που σχηματίζει στη ράχη μακριά χαίτη, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το κεφάλι της είναι μακρουλό και… … Dictionary of Greek