-
1 κροκόττας
κροκόττας, α, ὁ, an Indian wild beast, supposed to be a hybrid between wolf and dog, perh.really theA hyena, Ctes.Fr.87, Agatharch. 77, Peripl.M.Rubr.50, IG14.1302 ([place name] Praeneste): [full] κροκούττας Str.16.4.16: [full] κοροκόττας Ael.NA7.22, Porph.Abst.3.4, Plin.HN8.107: [full] κοροκότας D.C.76.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκόττας
-
2 κοροκότας
A v. κροκόττας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοροκότας
-
3 κυνόλυκος
κῠνό-λῠκος, ὁ,A = κροκόττας, Ctes.Fr.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνόλυκος
-
4 ὕαινα
I the striped hyena, a carnivorous animal with a bristly mane like a hog (whence the name), Hyaena striata, Hdt.4.192, Arist.HA 579b15, Ael.NA7.22, Opp.C.3.263; also called γλάνος, Arist.HA 594a31; cf. κροκόττας.2 a kind of antelope, Ael.NA15.15 (s.v.l.).
См. также в других словарях:
κροκόττας — και κοροκόττας και κοροκότας και κροκούττας, ὁ (Α) άγριο ζώο που, καθώς πιστευόταν, προέρχεται από τη μίξη σκύλου και λύκου, πιθ. η ύαινα («κροκούττας δ εστί μείγμα λύκου και κυνός», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. crocotta, corocotta, crocuta, άγριο … Dictionary of Greek
κοροκότ(τ)ας — κοροκότ(τ)ας, α, ὁ (Α) βλ. κροκόττας … Dictionary of Greek
κυνόλυκος — κυνόλυκος, ὁ (Α) ο κροκόττας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + λύκος] … Dictionary of Greek
ύαινα — (hyaena). Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών. Είναι μεγάλο ζώο με σώμα συνεπτυγμένο και ισχυρό. Η ύ. έχει τρίχωμα μακρύ, χαλαρό, που σχηματίζει στη ράχη μακριά χαίτη, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το κεφάλι της είναι μακρουλό και… … Dictionary of Greek