Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κρη-

См. также в других словарях:

  • κρήσει — κρή̱σει , κρᾶσις mixing fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) κρή̱σεϊ , κρᾶσις mixing fem dat sg (epic ionic) κρή̱σει , κρᾶσις mixing fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρησίων — κρη̱σίων , κρᾶσις mixing fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήσεσι — κρή̱σεσι , κρᾶσις mixing fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήσιας — κρή̱σιας , κρᾶσις mixing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήσιος — κρή̱σιος , κρᾶσις mixing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλικρήδεμνος — καλλικρήδεμνος, ο, η (Α) αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα τού κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κρή δεμνος (< κρή δεμνον*), πρβλ. κυανο κρή δεμνος, λιπαρο κρή δεμνος] …   Dictionary of Greek

  • κρήδεμνον — Κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα, το οποίο η καθεμία έδενε ανάλογα με την προτίμησή της. Συνήθως οι γυναίκες στερέωναν τα μαλλιά τους με ταινίες, τα στόλιζαν μπροστά με τον άμβυκα, τον οποίο τοποθετούσαν επάνω από το μέτωπο σαν …   Dictionary of Greek

  • КРИТ —    • Creta,          Κρήτη, у греков еще н. Крити, по турецки Кирид или Кандиа, самый большой греческий остров, к югу от Кикладских островов, простирается с запада на восток в длину на 35 миль, а ширина меняется от 6 до 2 миль; поверхность его… …   Реальный словарь классических древностей

  • κρήδεσμον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κεφαλόδεσμον». [ΕΤΥΜΟΛ. < κρή δεσμον το α συνθετικό κρη ανάγεται πιθ. στη λ. κάρα «κεφάλι» (πρβλ. και κρήδεμνον) και το β συνθετικό δεσμον < δέω «δένω»] …   Dictionary of Greek

  • μικρῇ — μῑκρῇ , μικρός small fem dat sg (epic ionic) μῑκρῇ , σμικρός small fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρή — μῑκρή , μικρός small fem nom/voc sg (epic ionic) μῑκρή , σμικρός small fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»