Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κρεμάς

См. также в других словарях:

  • κρεμάς — κρεμάς, άδος, ἡ (Α) [κρεμάννυμι] φρ. «κρεμὰς πέτρα» βράχος κρεμαστός, που προεξέχει σαν να κρέμεται (Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • κρεμάς — beetling fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμᾶς — κρεμᾶ̱ς , κρεμάννυμι hramjan fut ind act 2nd sg (attic epic doric) κρεμᾶ̱ς , κρεμάω hramjan pres ind act 2nd sg (doric) κρεμᾶ̱ς , κρεμάζω hramjan fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμᾷς — κρεμάννυμι hramjan fut ind act 2nd sg (attic epic) κρεμάω hramjan pres subj act 2nd sg κρεμάω hramjan pres ind act 2nd sg (epic) κρεμάζω hramjan fut ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμ — ο η, το 1. αυτός που έχει το χρώμα τής κρέμας 2. (το ουδ.) το κρεμ το χρώμα τής κρέμας, τού αφρού τού γάλακτος, κιτρινωπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. creme] …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • αποβουτύρωση — Το χτύπημα του γάλακτος, η αφαίρεση του βουτύρου από το γάλα. Η α. γίνεται σήμερα με ειδικές συσκευές φυγοκέντρισης, σε θερμοκρασία 25° 35°C, ενώ παλαιότερα γινόταν με αποκορύφωση και απομάκρυνση της κρέμας που είχε σχηματιστεί στην επιφάνεια του …   Dictionary of Greek

  • βουτυρόγαλα — το το θρεπτικό υγρό που παραμένει μετά τη βουτυροποίηση και απομάκρυνση των λιπαρών στερεών συστατικών της κορυφής της κρέμας ή του γάλακτος …   Dictionary of Greek

  • βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… …   Dictionary of Greek

  • κουάκερ — το βρώμη που χρησιμοποιείται για παρασκευή κρέμας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. quaker < to quake «τρέμω»] …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»