-
1 κρεμάς
κρεμᾶ̱ς, κρεμάννυμιhramjan: fut ind act 2nd sg (attic epic doric)κρεμᾶ̱ς, κρεμάωhramjan: pres ind act 2nd sg (doric)κρεμᾶ̱ς, κρεμάζωhramjan: fut ind act 2nd sg (doric)——————κρεμάννυμιhramjan: fut ind act 2nd sg (attic epic)κρεμάωhramjan: pres subj act 2nd sgκρεμάωhramjan: pres ind act 2nd sg (epic)κρεμάζωhramjan: fut ind act 2nd sg (epic) -
2 κρεμάς
κρεμάςbeetling: fem nom sg -
3 κρεμᾶς
Βλ. λ. κρεμάς -
4 κρεμᾷς
Βλ. λ. κρεμάς -
5 κρεμάς
-
6 κρεμάννυμι
Grammatical information: v.Meaning: `hang (up)', intr. `hang, float'(Att.).Other forms: κρίμνημι and κρήμνημι, - άω (Pi., Hp., trag., com.), also κρεμαννύω and κρεμάω (Arist.), κρεμάζω (LXX), κρεμνάω (Demetr. Eloc.), intr. κρέμαμαι (Il.); aor. κρεμάσαι (Il.), pass. κρεμασθῆναι (Hdt., Att.); fut. κρεμόω (H 83), κρεμῶ (Att.), κρεμάσω (com., LXX), pass. κρεμήσομαι (Ar., hell. pap.); perf. κεκρέμακα, - αμαι (late),Derivatives: κρεμάθρα f. `hammock' (Ar.), `rope hung from a hook' (Arist.; v.l. - άστρα; s.. below); κρεμάς f. `beetling' (A. Supp. 795, lyr.); κρέμασις, - ασμός (Hp.), - ασμα (sch., Eust.), - ασία (Gloss.) `hanging up' ; κρεμαστήρ "who hangs up", name of certain muscles (medic.), `hanging stalk' (Gp.), - άστρα `hanging flower stalk' (Thphr.; Strömberg Theophrastea 116); ἐκ-, ἀπο-, περι-κρεμής `hanging off, resp. hanging around' from ἐκ-κρεμάννυμι etc.Etymology: Orig. there seem to have been a confective active aorist κρεμά-σαι and a medial present κρέμα-σθαι `hang' (indicating the situation; reshaped after the aorist?). There arose several active presents: κρίμνημι, κρήμνημι (after κρημνός?; Kretschmer KZ 31, 375; unclear Schwyzer 351), κρεμάννυμι (Schwyzer 697), and also κρεμάω, - άζω, κρεμνάω. On κρημνός, however, s.v. - To the old inherited κρεμά-σαι as well as to the other forms there are no agreeing forms outside Greek. In sense Lit. kariù, kárti `hang, hang up' agree best. Goth. hramjan `drucify', compared by Benfey and Pott, can better be left out (after Pok. 623 f. to OE hremman `lock in, hinder', OWNo. hremma `grasp, clench'; diff. again Bengtsson Ark. f. nord. fil. 57, 97 ff.: from * hrams `nail' = OWNo. hrammr `beers claw'). Further Fraenkel Lit. et. Wb. s. kárti 1; also Vasmer Russ. et. Wb. s. krómy.Page in Frisk: 2,13-14Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρεμάννυμι
См. также в других словарях:
κρεμάς — κρεμάς, άδος, ἡ (Α) [κρεμάννυμι] φρ. «κρεμὰς πέτρα» βράχος κρεμαστός, που προεξέχει σαν να κρέμεται (Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
κρεμάς — beetling fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμᾶς — κρεμᾶ̱ς , κρεμάννυμι hramjan fut ind act 2nd sg (attic epic doric) κρεμᾶ̱ς , κρεμάω hramjan pres ind act 2nd sg (doric) κρεμᾶ̱ς , κρεμάζω hramjan fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμᾷς — κρεμάννυμι hramjan fut ind act 2nd sg (attic epic) κρεμάω hramjan pres subj act 2nd sg κρεμάω hramjan pres ind act 2nd sg (epic) κρεμάζω hramjan fut ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμ — ο η, το 1. αυτός που έχει το χρώμα τής κρέμας 2. (το ουδ.) το κρεμ το χρώμα τής κρέμας, τού αφρού τού γάλακτος, κιτρινωπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. creme] … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
αποβουτύρωση — Το χτύπημα του γάλακτος, η αφαίρεση του βουτύρου από το γάλα. Η α. γίνεται σήμερα με ειδικές συσκευές φυγοκέντρισης, σε θερμοκρασία 25° 35°C, ενώ παλαιότερα γινόταν με αποκορύφωση και απομάκρυνση της κρέμας που είχε σχηματιστεί στην επιφάνεια του … Dictionary of Greek
βουτυρόγαλα — το το θρεπτικό υγρό που παραμένει μετά τη βουτυροποίηση και απομάκρυνση των λιπαρών στερεών συστατικών της κορυφής της κρέμας ή του γάλακτος … Dictionary of Greek
βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… … Dictionary of Greek
κουάκερ — το βρώμη που χρησιμοποιείται για παρασκευή κρέμας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. quaker < to quake «τρέμω»] … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek