Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κρεμαστήρ

См. также в других словарях:

  • κρεμαστήρ — suspender masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστῆρα — κρεμαστήρ suspender masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστῆρας — κρεμαστήρ suspender masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστῆρες — κρεμαστήρ suspender masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστῆρι — κρεμαστήρ suspender masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστῆρος — κρεμαστήρ suspender masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστῆρσιν — κρεμαστήρ suspender masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστήρων — κρεμαστήρ suspender masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστήρας — ο (AM κρεμαστήρ, ῆρος) 1. αυτός από τον οποίο είναι αναρτημένο κάτι 2. φρ. «κρεμαστήρ(ας) μυς τού όρχεως» σύνολο μικρών μυϊκών δεσμίδων που αποτελούν συνέχεια τού έσω λοξού κοιλιακού μυός και καταφύονται στον σπερματικό τόνο και, εν μέρει, στον… …   Dictionary of Greek

  • коромысло — укр. коромисло, блр. коромисел. Польск. kоrоmуsɫо, koromesɫo заимств. из укр. Объяснение из корма, укр. кормига ярмо невероятно, вопреки Брюкнеру (257). Невозможно фонетически заимствование из греч. κρεμαστήρ крюк для котла (Мi. ЕW 131; Ляпунов,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Kremaster — Puppe des Taubenschwänzchens; rechts ist das spitz zulaufende Kremaster erkennbar, das bei dieser Art aus zwei sehr eng aneinanderliegenden Stacheln besteht …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»