-
1 κρεμαμένα
κρεμαμένᾱ, κρεμάννυμιhramjan: pres part mp fem nom /voc /acc dualκρεμαμένᾱ, κρεμάννυμιhramjan: pres part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)κρεμᾱμένᾱ, κρεμάννυμιhramjan: fut part mid fem nom /voc /acc dual (attic epic doric aeolic)κρεμᾱμένᾱ, κρεμάννυμιhramjan: fut part mid fem nom /voc sg (attic epic doric aeolic)κρεμᾱμένᾱ, κρεμάωhramjan: pres part mp fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)κρεμᾱμένᾱ, κρεμάωhramjan: pres part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)κρεμᾱμένᾱ, κρεμάζωhramjan: fut part mid fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)κρεμᾱμένᾱ, κρεμάζωhramjan: fut part mid fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 κρεμάμενα
κρεμάννυμιhramjan: pres part mp neut nom /voc /acc plκρεμά̱μενα, κρεμάννυμιhramjan: fut part mid neut nom /voc /acc pl (attic epic doric aeolic)κρεμά̱μενα, κρεμάωhramjan: pres part mp neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)κρεμά̱μενα, κρεμάζωhramjan: fut part mid neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
3 κρεμαμένας
κρεμαμένᾱς, κρεμάννυμιhramjan: pres part mp fem acc plκρεμαμένᾱς, κρεμάννυμιhramjan: pres part mp fem gen sg (doric aeolic)κρεμᾱμένᾱς, κρεμάννυμιhramjan: fut part mid fem acc pl (attic epic doric aeolic)κρεμᾱμένᾱς, κρεμάννυμιhramjan: fut part mid fem gen sg (attic epic doric aeolic)κρεμᾱμένᾱς, κρεμάωhramjan: pres part mp fem acc pl (doric aeolic)κρεμᾱμένᾱς, κρεμάωhramjan: pres part mp fem gen sg (doric aeolic)κρεμᾱμένᾱς, κρεμάζωhramjan: fut part mid fem acc pl (doric aeolic)κρεμᾱμένᾱς, κρεμάζωhramjan: fut part mid fem gen sg (doric aeolic) -
4 στηρίζω
A- ίξω Hp.Morb.4.52
(v.l.), 1 Ep.Pet.5.10, , Je.17.5, - ιῶ ib.Si.6.37, Je.24.6: [tense] aor.ἐστήριξα Il.4.443
, [dialect] Ep. ; inf.στηρίξαι Od.12.434
, Gal.19.192, PSI5.452.3 (iv A.D.); part.στηρίξας Sor.2.57
; opt.στηρίξειεν Th.2.49
; , App.BC1.98; imper.στηρισάτω AP14.72
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐστηριξάμην Il.21.242
, Hp.Fract. 11, etc. (v. infr.); later , Plu.Eum.11: [tense] fut.στηρίξομαι Philostr.VA5.35
:—[voice] Pass., [tense] fut.στηριχθήσομαι Gal.UP9.16
: [tense] aor.ἐστηρίχθην Tyrt.11.22
, Hp.VC3, Gal.15.126: [tense] pf.ἐστήριγμαι Hes.Th. 779
, Hp.Morb.3.3, etc.; inf.ἐστηρίσθαι LXX 1 Ki. 26.19
: [tense] plpf.ἐστήρικτο Il.16.111
, Hes.Sc. 218, etc. (Cf. στῆριγξ, σκηρίπτομαι):—make fast, prop, fix, [ἴριδας] ἐν νέφεϊ στήριξε sets rainbows in the cloud, Il.11.28; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, of Eris, 4.443; στηρίζειν αὐτὸ αὑτό φησι τὸ ἄπειρον (sc. Anaxagoras) Arist.Ph. 205b2, cf. Sor.2.61;σ. σήματ' ἐν οὐρανῷ Arat.10
; so prob., [λίθον] Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός he set the stone fast in the ground, Hes. Th. 498;βάσιν ἐστήριξαν Nic.Fr.74.49
;λίθον διορίζοντα ὅρους.. στηριχθῆναι ἐκέλευσαν OGI769
(Palestine, iii/iv A.D.).2 support, ; feed up a patient, Gal.19.192;σ. τὴν δύναμιν εὐστομάχοις τροφαῖς Id.18(2).34
, cf. Aret.CA1.1: metaph., confirm, establish,τὴν ἀρχήν App.BC1.98
;τοὺς ἀδελφούς Ev.Luc.22.32
, cf. 2 Ep.Thess.2.17, 1 Ep.Pet.5.10; corroborate, Sor.2.57.3 [voice] Med., ground, establish for oneself,κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Orph. Fr. 299
;πόδα ἐπὶ γαίης AP14.72
; πόντος στηρίξατο κῦμα νήνεμον settled its wave into a calm, ib.9.271 (Apollonid.).B [voice] Pass. and [voice] Med., to be firmly set or fixed, stand fast, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι he could not get a firm footing, Il.21.242, cf. Plu.Eum.11;οὐδαμῇ ἐστήρικτο Hes.Sc. 218
; [δώματα] κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται the house is lifted up to heaven on pillars, Id.Th. 779; ;στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Tyrt.11.22
;πρὸς τῇ γῇ Arist.Mete. 376b23
(s.v.l.); ὅσοι ἐστηρίξαντο τῇ πτέρνῃ ἰσχυρῶς πηδήσαντες light heavily on it, Hp. Fract.11, cf. Art.86; ὕβον, ἐφ' οὗ ἐστήρικται τὸ ἄλλο σῶμα is steadied, Arist.HA 499a17; ἐστηριγμένα [ἔχειν] τὰ σπλάγχνα supported, opp. κρεμάμενα, Gal.15.570; ἄμπελος κάμακι ς. AP7.731 (Leon.);Ἀσκληπιὸν -ιζόμενον βάκτρῳ IG42(1).88.9
(Epid., ii A.D.); of the fixed stars, Arat.230, 274, etc.; opp. ἀκοντίζεσθαι, Arist.Mu. 395b4;λίθος ἐστήρικται Call.Ap.23
; χάσμα μέγα ἐστ. Ev.Luc.16.26; of places, merely to be situated, D.P.204.2 metaph., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο evil was set upon evil, Il.16.111; τί τοι χόλος ἐστήρικται; A.R.4.816; δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο the tenth month was set in heaven, h.Merc.11; of a person, ὅπου.. στηρίζει ποτέ wheresoever thou art tarrying, art settled, S.Aj. 194 (lyr.); ὅροι ἐστηριγμένοι fixed principles, Hero *Geom.3.25; ἀνάγκη στηριχθῆναι τὸ ν ¯ must be firmly pronounced, D.H.Comp.22.3 of diseases,= infr. 11.2,μέχρις ἂν [οἱ νοσοποιοὶ χυμοὶ] ἔν τινι τῶν ἀσθενεστέρων στηριχθῶσιν Gal.15.126
, cf. 789,855, Aret.SA1.5.II [voice] Act. intr. in same sense,οὐδέ πῃ εἶχον.. στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον.. Od.12.434
; κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον a wave rising up to heaven, E.Hipp. 1207: metaph.,οὐρανῷ στηρίζον.. κλέος Id.Ba. 972
; πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς ib. 1083, cf. Plu.Sull.6.2 of diseases, fix, settle, determine to a particular part, ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξειεν (sc. ἡ νόσος) Th.2.49;ἐνταῦθα σ. ἡ νοῦσος Hp.Aph.4.33
;εἰ.. ἐς τὸ ὀστέον στηρίξειε τὸ βέλος Id.VC12
; cf.στήριξις 2
.3 of planetary phases, pause, stand still, Gem.12.23, Plu.2.76d, Theo Sm.p.147 H., Ptol. Tetr.75, Vett.Val.183.1, Paul.Al.G.2.4 metaph., ἐπὶ δόγματος ς. hold fast to an opinion, D.L.2.136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηρίζω
-
5 ἐπήωρα
-
6 εὐνοέω
εὐνοέω (s. next entry; Trag., Hdt. et al.; ins, pap, LXX) be well-disposed, make friends τινί to or with someone (Soph., Aj. 689 al.; Polyb. 3, 11, 7; Herodian 8, 8, 5; SIG 524, 17; 985, 23; 1268, 15; OGI 532, 9 [3 B.C.]; PRyl 153, 10; POxy 494, 9; Da 2:43; Jos., Bell. 4, 214, C. Ap. 1, 309; 2, 121) ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχύ make friends quickly with your opponent= settle the case quickly w. your plaintiff Mt 5:25 (εὔνοια appears in a comparable passage Plut., Mor. 489c; for the constr. cp. PHolm 5, 16 ἔστω κρεμάμενα=they are … to hang. B-D-F §353, 6; Rob. 375).—DELG s.v. νόος. M-M. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
κρεμαμένα — κρεμαμένᾱ , κρεμάννυμι hramjan pres part mp fem nom/voc/acc dual κρεμαμένᾱ , κρεμάννυμι hramjan pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) κρεμᾱμένᾱ , κρεμάννυμι hramjan fut part mid fem nom/voc/acc dual (attic epic doric aeolic) κρεμᾱμένᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμάμενα — τα τα εξάρτια τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. πληθ. τής μτχ. ενεστ. κρεμάμενος η ο(ν) τού ρ. κρέμαμαι] … Dictionary of Greek
κρεμάμενα — κρεμάννυμι hramjan pres part mp neut nom/voc/acc pl κρεμά̱μενα , κρεμάννυμι hramjan fut part mid neut nom/voc/acc pl (attic epic doric aeolic) κρεμά̱μενα , κρεμάω hramjan pres part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) κρεμά̱μενα , κρεμάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαμένας — κρεμαμένᾱς , κρεμάννυμι hramjan pres part mp fem acc pl κρεμαμένᾱς , κρεμάννυμι hramjan pres part mp fem gen sg (doric aeolic) κρεμᾱμένᾱς , κρεμάννυμι hramjan fut part mid fem acc pl (attic epic doric aeolic) κρεμᾱμένᾱς , κρεμάννυμι hramjan … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… … Dictionary of Greek
PONTICUS Stratus — seu Pontilis stratus apud Vegetium, tabulatum dicitur, quô stabuli pavimentum constratum est. Unde Graecia recentior ποντιλῶσαι verbum finxit, pro ponte sternere, vel pontilem stratum facere. Mauricius, ποντιλῶσαι ἤγουν καταςτρῶσαι. Eadem… … Hofmann J. Lexicon universale
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… … Dictionary of Greek
δακτυλίτης — Γένος διετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριδών, με περίπου 25 είδη ιθαγενή της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας. Έχουν μεγάλα, συνήθως ακέραια φύλλα, επαλλάσσοντα ή σε δέσμες, καθώς και κόκκινα, κίτρινα ή λευκά άνθη σε … Dictionary of Greek
κοτονίαστρο — (Cotoneaster). Γένος φυλλοβόλων ή αειθαλών θάμνων και μικρών δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 50 είδη που φύονται στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας.… … Dictionary of Greek