-
1 κράντης
-
2 κράντης
κράντηςmasc nom sg -
3 κράντης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κράντης
-
4 κράντην
κράντηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
5 κράντας
κράντᾱς, κράντηςmasc acc plκράντᾱς, κράντηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
6 ἐπικρανής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρανής
-
7 κραιαίνω
Grammatical information: v.Meaning: `complete' (Il.), intr. `end' (medic.), `rule' (θ 391, S., E.; Wackernagel Unt. 157).Other forms: (v. l. κρᾱαίνω), aor. κρηῆναι (Il.), κραᾶναι H., pass. κρᾱανθῆναι (Theoc.), perf. 3. sg. κεκρά̄ανται (Od.), Vbaladj. ἀ-κρά̄αν-τος (Hom.); - κραίνω (Od., medic.), fut. κρᾰνέω, -ῶ (Emp., A., E.; ἐπι-κρᾱνεῖ A. Ag. 1340), κρᾰνέεσθαι (I 626, intr.), aor. κρῆναι (O 599), κρᾶναι (A., S.), pass. κρανθῆναι (Pi., trag.), perf. 3. sg. κέκρανται (trag.), ἄ-κραν-τος (Pi., trag.);Compounds: also with ἐπι-.Derivatives: From κραίνω: κράντωρ, - ορος `ruler' (E. in lyr., AP), `who fulfills' (Epigr. ap. Paus. 8, 52, 6), with dissimilation κάντορες οἱ κρατοῦντες H. (Lewy KZ 59, 180); κραντήρ, - ῆρος `ruler' (Orph.), pl. `wisdom-teeth', prop. "fulfiller", scil. of the tooth-row (Arist.), sg. `tusk' (Nic., Lyc.); f. κράντειρα `governess' ( APl., Orph.); on κράντωρ, - τήρ Benveniste Noms d'agent 46f.; κράντης `fulfiller' (Lyc.); κραντήριοι οἱ κραίνοντες, καὶ ἐπιτελοῦντες H. - Compound αὑτό-κρανος `fulfilling himself, self-evident' (H., EM; also A. Fr. 295f.); after H. also = κίων μονόλιθος; in the last meaning rather to κάρᾱ `head' ; s. - κρανον s. κρανίον.Origin: IE [Indo-European] [574] *ḱerh₂- `head'Etymology: The variant κρᾱαίνω will stand for *κρᾱσαίνω, as gen. κρά̄ατος \< *κρά̄σα-τος to κάρᾱ, κάρη `head', like ὀνομαίνω to ὀνόμα-τος from ὄνομα; so a denomin. from the old n-stem. Prop. meaning `(put the head on something' (cf. καρᾱνοῦν `complete' of κάρᾱνον `head'). - Beside κρᾱαίνω with Ionic form aorist κρηῆναι, contracted κρῆναι, to which again the younger present κραίνω (cf. φῆναι: φαίνω) with κρᾰνέω etc. The form κραι-αίνω may have its stemsyllable κραι- from κραίνω (Leumann IF 57, 157). -Fraenkel Denom. 7, Bechtel Lex. s. v., Schwyzer 724f. and Chantraine Gramm. hom. 1, 82, (improb.1, 343 a basis *κράσαρ n.).Page in Frisk: 2,3-4Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κραιαίνω
См. также в других словарях:
κράντης — κράντης, ου, ὁ (Α) [κραίνω (Ι)] αυτός που τελειώνει κάτι … Dictionary of Greek
κράντης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράντην — κράντης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράντας — κράντᾱς , κράντης masc acc pl κράντᾱς , κράντης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… … Dictionary of Greek