-
1 κρανος
-
2 κράνος
το шлем; каска -
3 κράνος
[кранос] ουσ ο шлем, каска. -
4 κρα
-
5 αγλαοκρανος
-
6 αμφικρανος
-
7 βοιωτιουργης
-
8 βουκρανος
-
9 διαπτυσσω
атт. διαπτύττω1) рассекать, разрубать(τὸ κράνος Diod.)
2) разворачивать, развертывать3) раскрывать, обнаруживать(τὸ πρᾶγμα Eur.; τὸν ἔρωτα Plut.)
διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί Soph. — будучи разоблачены, (лжемудрецы) оказались бессодержательными4) складывать, сворачивать -
10 δορυκρανος
-
11 ευχαλκος
2изготовленный из прекрасной меди, изящно изготовленный из меди или красиво отделанный медью(στεφάνη, ἀξίνη Hom.; κράνος, ὅπλα Aesch.)
-
12 μυριοκρανος
-
13 οπλιτης
I1) тяжеловооруженный(ἀνήρ Aesch.; στρατός Eur.)
2) состоящий в вооружении, военный, боевой(κόσμος Eur.)
3) совершаемый в полном вооружении(δρόμος Pind.)
II- ου ὅ тяжеловооруженный воин, гоплит (в вооружение которого входили: δόρυ копье, ξίφος меч, ἀσπίς длинный щит, κράνος шлем, θώραξ броня, κνημῖδες поножи)(οἱ ὁπλῖται καὴ οἱ ψιλοί Thuc.; μήτε ἱππεὺς μήτε ὁ., ὁπλῖται καὴ γυμνῆτες Plat.)
-
14 ορθοκρανος
-
15 πολυκρανος
-
16 ραιβοκρανος
-
17 ταυροκρανος
-
18 τρικρανος
-
19 χρυσεος
(ῡ, поэт. иногда ῠ)1) золотой, отделанный (блистающий, сияющий) золотом или позолоченный(δέπας, σκῆπτρον, θρόνος, δώματα Hom.; σάκος, αἰχμή Her.; τρίπους, φιάλα, δίφρος Pind.; κράνος Xen.; στέφανος Plat.; ἀναδέσμη Eur.)
χρύσεια μέταλλα Thuc. — золотые рудники;Ἀλέξανδρος ὅ χ. Her. — золотое изваяние Александра;χρυσοῦν ἱστάναι τινά Luc. — воздвигнуть кому-л. золотую статую2) перен. золотой, сияющий как золото, золотистый(νεφέλη, νέφος Hom.; σθένος ἀελίου Pind.; ἁμέρα Soph.)
ἵπποω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. — златогривые кони;αὐτῆς χρυσοτέρη Κύπριδος Anth. — лучезарнее самой Киприды3) перен. золотой, драгоценный, бесценный(ἐλαία, δάφνα Pind.; ἐλπίς, τιμή Soph.; λογισμοῦ ἀγωγή Plat.; βίος Luc.)
χρύσειοι πάλαι - v. l. πάλιν - ἄνδρες Theocr. — люди древнего золотого века -
20 χρυσοτυπος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κράνος — helmet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… … Dictionary of Greek
κράνος — το ους 1. περικεφαλαία: Οι στρατιώτες στον πόλεμο φορούν τα κράνη τους. 2. κάσκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κράνει — κράνος helmet neut nom/voc/acc dual (attic epic) κράνεϊ , κράνος helmet neut dat sg (epic ionic) κράνος helmet neut dat sg κρά̱νει , κραίνω ṇ y aor subj act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνη — κράνος helmet neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κράνος helmet neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κρά̱νη , κρήνη well fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανίων — κράνος helmet neut gen pl (doric) κραίνω ṇ y fut part act masc nom sg (doric) κρᾱνίων , κρανίον upper part of the head neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανῶν — κράνος helmet neut gen pl (attic epic doric) κραίνω ṇ y fut part act masc nom sg (attic epic doric) κρᾱνῶν , κρήνη well fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνεα — κράνος helmet neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνεος — κράνος helmet neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνεσι — κράνος helmet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνεσιν — κράνος helmet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)