Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολύκρανος

См. также в других словарях:

  • πολύκρανος — ον, Α 1. πολυκέφαλος («πολύκρανος δράκων», Ευρ.) 2. (για τη ρωμ. σύγκλητο) πολυμελής («ἀρχὴ λευκή και πολύκρανος», Χρησμ. Σιβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρανος (< *κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ορθό κρανος] …   Dictionary of Greek

  • πολύκρανος — πολύκρᾱνος , πολύκρανος many headed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκρανον — πολύκρᾱνον , πολύκρανος many headed masc/fem acc sg πολύκρᾱνον , πολύκρανος many headed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκράνου — πολυκρά̱νου , πολύκρανος many headed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»