-
1 πολυκρανος
См. также в других словарях:
πολύκρανος — ον, Α 1. πολυκέφαλος («πολύκρανος δράκων», Ευρ.) 2. (για τη ρωμ. σύγκλητο) πολυμελής («ἀρχὴ λευκή και πολύκρανος», Χρησμ. Σιβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρανος (< *κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ορθό κρανος] … Dictionary of Greek
πολύκρανος — πολύκρᾱνος , πολύκρανος many headed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκρανον — πολύκρᾱνον , πολύκρανος many headed masc/fem acc sg πολύκρᾱνον , πολύκρανος many headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκράνου — πολυκρά̱νου , πολύκρανος many headed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)