-
1 ραιβοκρανος
См. также в других словарях:
ραιβόκρανος — η, ο / ῥαιβόκρανος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ραιβό, δηλαδή στραμμένο, το κεφάλι του προς τη μία πλευρά, στραβοκέφαλος, στραβολαίμης νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ραιβόκρανο ιατρ. ανωμαλία κατά την οποία η κεφαλή έλκεται προς το ένα πλάγιο και… … Dictionary of Greek
ῥαιβόκρανος — ῥαιβόκρᾱνος , ῥαιβόκρανος with crooked head masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιβόκρανον — ῥαιβόκρᾱνον , ῥαιβόκρανος with crooked head masc/fem acc sg ῥαιβόκρᾱνον , ῥαιβόκρανος with crooked head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)