Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κοὐχ

См. также в других словарях:

  • κοὐχ — οὐχ , οὐ in truth proclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχ-ι-νορ ή κουχ-ι-νουρ — (Koh i Nor ή Kh i nr). Διαμάντι, το οποίο κοσμεί το βασιλικό στέμμα της Αγγλίας. Πιθανολογείται ότι προήλθε από τα ορυχεία της Γολκόνδης των Ινδιών και αργότερα πέρασε στην κυριότητα του αυτοκράτορα του Δελχί (1304). Αφού άλλαξε διαδοχικά… …   Dictionary of Greek

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»