-
1 κουτός
η, ό глупый; наивный, простоватый;κάνω τόν κουτό — прикидываться дурачком, строить из себя дурачка;
μην είσαι κουτός — не будь наивным
-
2 κουτός
[кутос] εκ. глупый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουτός
-
3 κουτός
[кутос] επ глупый. -
4 κουτός
1) bête2) sot -
5 κουτός
głupi przym. -
6 κουτός
1) hloupý2) pošetilý -
7 κουτός
foolishΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κουτός
-
8 бестолковый
-
9 глупый
-
10 тупой
-
11 дурак
-а α.1. βλάκας, κουτός, ανόητος, χαζός.2. βλ. дурачок (2 σημ.).3. παλ. γελωτοποιός.4. πλθ. -и είδος χαρτοπαιγνίου.εκφρ.дурак дураком – βλάκας με περικεφαλαία ή με πατέντα, βλακόμουτρο•валять (ή ломать, корчить) -а – (απλ.) α) οκνεύω, τεμπελιάζω. β) κάνω τον κουτό•свалять -а – (απλ.) κάνω (διαπράττω) ανοησίες, βλακίες, κουταμάρες•нашл (нашли) -а! – βρήκε (βρήκαν) κορόιδο!•оставить в -ах (ом) – α) κερδίζω, κάποιον στο χαρτοπαίγνιο ντουρακί. β) εξαπατώ, φενακίζω•- ов нет – δεν είμαι τόσο κουτός•остаться в -ах (-ом) – α) χάνω στο χαρτοπαίγνιο ντου-ρακί. β) εξαπατώμαι, γελιέμαι, πιάνομαι κορόιδο. -
12 дурной
επ., βρ: дурен к. απλ. дурн, дурна, -но.1. κακός, άσχημος, απεχθής, αποκρουστικός•дурной почерк άσχημος γραφικός χαρακτήρας•
дурной зипах άσχημη μυρουδιά, κακοσμία•
-ые привычки κακές συνήθειες•
-ые манеры άσχημοι τρόποι συμπεριφοράς.
2. αισχρός, ανήθικος•дурной поступок κακή διαγωγή•
дурной человек αισχρός άνθρωπος•
-ая женщина αισχρή γυναίκα•
-ые наклонности κακές κλίσεις (τάσεις).
3. δυσάρεστος•-ая примета κακό σημάδι•
-бе настроение κακή διάθεση•
дурной сон άσχημο όνειρο•
-ые вести κακά μαντάτα•
-ое предчувствие κακή προαίσθηση.
4. δυσειδής, κακόμορφος, δΰσμορφος• ασχημομούρης,5. κουτός, βλάκας.εκφρ.кричать (визжать, вскрикивать – κ.τ.τ.) -ым голосом βγάζω στρίγγλες φωνές•не будь дурн (дурна) – μην είσαι |κουτός•- ая болезнь – αφροδίσιο νόσημα. -
13 балбес
балбесм разг ὁ ἡλίθιος, ὁ κουτός, ὁ μπούφος. -
14 безголовый
безголовыйприл1. ἀκέφαλος'2. (глупый) разг ἀνόητος, μωρός, κουτός / ξεχασιάρης (забывчивый). -
15 глупеть
глуп||етьнесов γίνομαι κουτός, μωραί-νομαι, ἀποβλακώνομαι. -
16 глупец
глуп||ецм ὁ βλάκας, ὁ κουτός, ὁ ἀνόητος. -
17 глупый
глу́п||ыйприл βλακώδης, κουτός, ἀνόητος:он глуп как пробка βλάκας μέ περικεφαλαία. -
18 дурак
ду́р||а́км ὁ βλάκας, ὁ ἀνόητος, ὁ κουτός, ὁ χαζός· ◊ иаби́тый \дуракак βλάκας μέ περικεφαλαία· валять \дуракака κάνω κου-ταμάρες· оставлять кого-л. в \дуракаках πιάνω κορόιδο, ἐξαπατώ κάποιον оставаться в \дуракаках τήν παθαίνω, πιάνομαι κορόιδο· нашли́ \дуракака! βρήκανε κορόϊδο! дурако́в нет! δέν είμαστε χαζοί!· \дуракалей разг см. дурак. -
19 настолько
настольконареч τόσο[ν], τοσούτον, σέ τέτιο βαθμό, σέ τέτιο σημείο:\настолько... насколько... τόσον... ὅσον...· \настолько что... τόσον ὡστε, ούτως ὡστε...· он \настолько занят делами что... εἶναι τόσο ἀπασχολημένος μέ τίς ὑποθέσεις πού...· я не \настолько глуп, чтобы... δέν εἶμαι τόσο κουτός γιά νά... -
20 неглупый
неглупыйприл Εξυπνος, ὄχι κουτός:\неглупый человек ἐξυπνος ἀνθρωπος· \неглупый ответ ἡ Εξυπνη ἀπάντηση.
См. также в других словарях:
κουτός — ή, ό 1. ανόητος, μωρός 2. αφελής, απονήρευτος, απλοϊκός 3. φρ. «κάνω τον κουτό» προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από το σύνθ. κουτόμυαλος (< κοττό μυαλος < κοττός «πετεινός» + μυαλό), πρβλ. φυρός… … Dictionary of Greek
κουτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ανόητος, βλάκας, χαζός. 2. αφελής, απονήρευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκουτιαίνω — 1. αποβλακώνω, αποχαυνώνω 2. γίνομαι κουτός, ξεμωραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κουτιαίνω < επίθ. κουτός + (κατάλ.) ιαίνω πρβλ. ξεκουτιαίνω] … Dictionary of Greek
κουτεντές — ο [κουτός] κουτός, ανόητος, αφελής … Dictionary of Greek
κουτιαίνω — 1. κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω 2. γίνομαι κουτός, χάνω το μυαλό μου, αποβλακώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + ιαίνω (πρβλ. χλομ ιαίνω)] … Dictionary of Greek
κουτοφέρνω — είμαι κάπως κουτός, κλίνω προς την κουταμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + φέρνω (πρβλ. χαζο φέρνω)] … Dictionary of Greek
κουτούλης — ο (υποκορ. τού κουτός) κάπως κουτός, χαζούλης … Dictionary of Greek
κουτούλης — ο υποκορ. του κουτός ο κάπως κουτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτούλιακας — ο μεγεθυντικό του κουτός πολύ κουτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μόρυχος — Μόρυχος, ὁ (Α) 1. προσωνυμία τού θεού Διονύσου στη Σικελία, επειδή κατά την εποχή τού τρυγητού άλειφαν το πρόσωπό του με χυμό σταφυλιών ή με κατακάθι κρασιού 2. παροιμ. «μωρότερος Μορύχου» πάρα πολύ κουτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μορύσσω] … Dictionary of Greek
αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… … Dictionary of Greek