Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κουτός

  • 41 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 42 глупец

    -пца α. κουτός, μωρός, αβέλτερος.

    Большой русско-греческий словарь > глупец

  • 43 глупый

    επ., βρ: глуп, -а, -о
    κουτός, ανόητος, μωρός•

    -ая затея ανόητος σκοπός (επιδίωξη)•

    -ое поведение βλακώδης συμπεριφορά•

    -ая книга αχαμνό βιβλίο.

    Большой русско-греческий словарь > глупый

  • 44 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 45 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 46 дуб

    -а, προθτ. в дубе κ. в дубу, на дубе κ. на дубу, πλθ. дубы.
    1. η δρυς, βαλανιδιά•

    пробковый дуб η φελλόδρυς (φελλοφόρα δρυς)•

    каменный дуб το πουρνάρι (δρυς η αρία).

    || τό ξύλο της βαλανιδιάς,
    2. μτφ. κούτσουρο, ντουβάρι (κουτός, ανόητος).
    3. (διαλκ.) ντουμπ, είδος βάρκας.

    Большой русско-греческий словарь > дуб

  • 47 дубина

    θ.
    1. μαγκούρα, ματσούκα, ρόπαλο.
    2. (απλ.) κρεμανταλάς, μαγκλάρας, μαντράχαλος, νταγκλαράς.
    3. (απλ.) κουτός, χοντροκέφαλος, κόπανος.

    Большой русско-греческий словарь > дубина

  • 48 дубовый

    επ.
    1. δρύινος, βαλανιδένιος, δέντρινος•

    дубовый лист δρύϊνο. φύλλο•

    -ые двери δέντρινες πόρτες•

    -ая роща μικρός δρυμώνας.

    2. μτφ. άγαρπος, χοντροειδής, βαρύς, άχαρος, άξεστος, απολίτιστος. || κουτός, μωρός.
    3. μτφ. σκληρός, που δεν τρώγεται•

    -ые яблоки σκληρά μήλα.

    Большой русско-греческий словарь > дубовый

  • 49 дурацкий

    επ.
    βλακώδης, κουτός, ανόητος. || κακός, άσχημος•

    -ая привычка κακή συνήθεια•

    дурацкий характер παλιοχαρακτήρας.

    Большой русско-греческий словарь > дурацкий

  • 50 дурачок

    -чка α.
    1. μωρός, κουτός, βλάκας. || γελωτοποιός.
    2. (παλ. κ. απλ.) τρελλός, ψυχοπαθής.

    Большой русско-греческий словарь > дурачок

  • 51 дурень

    -рня α. (απλ.) βλάκας, κουτός, βλακόμουτρο, κουτούλιακας.

    Большой русско-греческий словарь > дурень

  • 52 еловый

    επ.
    ελάτινος•

    -ая шишка κουκουνάρι, -άρα.

    εκφρ.
    голова еловая – (απλ.) κουτός, βλάκας.

    Большой русско-греческий словарь > еловый

  • 53 ерундовский

    επ. (απλ.) ανόητος, κουτός, κούφιος, βλακώδης.

    Большой русско-греческий словарь > ерундовский

  • 54 ещё

    επίρ.
    1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•

    он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•

    ещё раз ακόμα μι,α φορά•

    она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•

    ещё скажите ему ακόμα πέστε του•

    ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    2. μέχρι τώρα, ως τώρα•

    она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•

    он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•

    я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.

    3. πια, ήδη•

    дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.

    4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•

    она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.

    εκφρ.
    ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•
    нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•
    ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•
    ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•
    а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•
    чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•
    можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•
    все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•
    он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > ещё

  • 55 идиотский

    επ.
    ηλίθιος βλακώδης, κουτός.

    Большой русско-греческий словарь > идиотский

  • 56 истукан

    α.
    1. άγαλμα, είδωλο.
    2. (απλ.) άκαρδος, σκληρόκαρδος. || κουτός, ανόητος.
    εκφρ.
    стоять (сидеть) -ом ή как истукан – α) στέκομαι σαν άγαλμα (ακίνητος). β) στέκομαι σαν ξύλο (ανόητος).

    Большой русско-греческий словарь > истукан

  • 57 клёпка

    θ.
    1. πριτσινάρισμα, γύρωμα.
    2. βαρελοσανίδα.
    εκφρ.
    не хватает ή недостаёт (одной) -и в голове – του λείπει (μια) βίδα στο κεφάλι (είναι λίγο κουτός).

    Большой русско-греческий словарь > клёпка

  • 58 неглупый

    επ., βρ: -глуп, -а, -о
    όχι κουτός• έξυπνος• λογικός, μυαλωμένος•

    неглупый человек έξυπνος άνθρωπος•

    неглупый ответ έξυπνη απάντηση•

    неглупый совет λογική συμβουλή.

    Большой русско-греческий словарь > неглупый

  • 59 нелепый

    επ., βρ: -лп, -а, -о.
    1. ανόητος, κουτός, μωρός•

    -ая мысль κουτή σκέψη.

    || άτοπος, παράλογος γελοίος•

    это -о αυτό είναι παράλογο.

    2. ατακτοποίητος, άγαρμπος, κακοφτιαγμένος•

    -ая фигура άγαρμπη φιγούρα.

    Большой русско-греческий словарь > нелепый

  • 60 несмышлёный

    επ.
    ανόητος, κουτός αποκοιμισμένος•

    несмышлёный малыш κουτό παιδάκι•

    -ые глаза αποκοιμισμένα (χαυνώδη) μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > несмышлёный

См. также в других словарях:

  • κουτός — ή, ό 1. ανόητος, μωρός 2. αφελής, απονήρευτος, απλοϊκός 3. φρ. «κάνω τον κουτό» προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από το σύνθ. κουτόμυαλος (< κοττό μυαλος < κοττός «πετεινός» + μυαλό), πρβλ. φυρός… …   Dictionary of Greek

  • κουτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ανόητος, βλάκας, χαζός. 2. αφελής, απονήρευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκουτιαίνω — 1. αποβλακώνω, αποχαυνώνω 2. γίνομαι κουτός, ξεμωραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κουτιαίνω < επίθ. κουτός + (κατάλ.) ιαίνω πρβλ. ξεκουτιαίνω] …   Dictionary of Greek

  • κουτεντές — ο [κουτός] κουτός, ανόητος, αφελής …   Dictionary of Greek

  • κουτιαίνω — 1. κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω 2. γίνομαι κουτός, χάνω το μυαλό μου, αποβλακώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + ιαίνω (πρβλ. χλομ ιαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • κουτοφέρνω — είμαι κάπως κουτός, κλίνω προς την κουταμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + φέρνω (πρβλ. χαζο φέρνω)] …   Dictionary of Greek

  • κουτούλης — ο (υποκορ. τού κουτός) κάπως κουτός, χαζούλης …   Dictionary of Greek

  • κουτούλης — ο υποκορ. του κουτός ο κάπως κουτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτούλιακας — ο μεγεθυντικό του κουτός πολύ κουτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μόρυχος — Μόρυχος, ὁ (Α) 1. προσωνυμία τού θεού Διονύσου στη Σικελία, επειδή κατά την εποχή τού τρυγητού άλειφαν το πρόσωπό του με χυμό σταφυλιών ή με κατακάθι κρασιού 2. παροιμ. «μωρότερος Μορύχου» πάρα πολύ κουτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μορύσσω] …   Dictionary of Greek

  • αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»