Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κουτός

  • 1 κουτός

    η, ό глупый; наивный, простоватый;

    κάνω τόν κουτό — прикидываться дурачком, строить из себя дурачка;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κουτός

  • 2 κουτός

    [кутос] εκ. глупый,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουτός

  • 3 κουτός

    [кутос] επ глупый.

    Эллино-русский словарь > κουτός

  • 4 βλίτο(ν)

    το:

    έφαγε βλίτα — он белены объелся;

    είναι πιο κουτός από τα βλίτα — он полнейший идиот

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βλίτο(ν)

  • 5 βλίτο(ν)

    το:

    έφαγε βλίτα — он белены объелся;

    είναι πιο κουτός από τα βλίτα — он полнейший идиот

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βλίτο(ν)

  • 6 γίνομαι

    (αόρ. έγινα, (ε)γίνηκα и γένηκα, υποτ. αόρ. να γίνω, γίνω и γενώ, προστ. γίνε)
    1) возникать, появляться; από τότε πού έγινε ο κόσμος с тех пор как стоит мир; 2) осуществляться, совершаться; иметь место; состояться;

    αύριο θά γίνει η συνάντηση — завтра состоится встреча;

    η συνεδρίαση δεν έγινε заседание не состоялось;
    έγιναν πολλές αλλαγές произошло много изменений; 3) делаться, становиться; превращаться;

    γίνομαι δάσκαλος — становиться учителем;

    γίνομαι πλούσιος — разбогатеть;

    τό σπίτι έχει γίνει ερείπιο — дом превратился в развилины;

    έγινε με σπίτι он стал теперь владельцем дома;

    θα γίνεν γελοίος — он сгинет посмешищем;

    δεν θα γίνει ποτέ του τίποτε — из него никогда ничего не выйдет;

    πώς έγινε έτσι;
    а) как он стал таким?; б) как это могло случиться?; όπως έγινε γνωστό... как стало известно...; 4) уродиться, вырасти; созревать, поспевать;

    όταν γίνουν τα σταφύλια — когда созреет виноград;

    τό σιτάρι γίνεται εδώ — здесь растёт пшеница;

    5) быть готовым;

    πότε θα γίνει το φαί; — когда будет готова еде?;

    δεν έγιναν ακόμη τα παπούτσια μου мой ботинки ещё не готовы;

    όλο γίνεται αυτός ο δρόμος — как долго строится Зга дорога;

    6):

    τρία και τέσσερα γίνονται επτά — три и четыре—семь;

    7) годиться, подходить, быть впору;

    αυτό το παλτό δεν σού γίνεται — это пальто тебе мало;

    8) случаться, происходить;

    τί (μού) γίνηκες; — что с тобой случилось?, куда ты пропал?;

    τί έγινε αυτός; что с ним случилось?; куда он пропил?;

    τι γίνβται η υπόθεση μας; — в каком состоянии наше дело?;

    τί γίνεται εκεί; — что там происходит?;

    9) τριτοπρόσ. становится возможным, вероятным;

    πράγμα πού γίνεται — это вполне возможно, вероятно;

    δε γίνεται — или πράγμα πού δε γίνεται — это невозможно, невероятно;

    10) απρόσ. нужно, должно; следует, подобает;

    δεν γίνεται να βγαίνεις έξω μοναχή — тебе не следует выходить одной;

    γίνεται να είναι τόσο κουτός; — неужели он такой дурак?;

    § τό γί(γ)νεσθαι филос, становление; непрерывное движение н изменение (материи);

    γίν καλά — поправляться, выздоравливать;

    γίνομαι άνω-κάτω — а) очень расстроиться; — возмущаться; — б ) быть в полном беспорядке (о вещах);

    γίνομαι έξω φρενών — выходить из себя;

    γίνετατ γνωστό — доводится до сведения;

    δεν ξέρα τί τού γίνεται — а) он ни черта не смыслит в этом; — б) он совсем не в курсе дела;

    έγινε τού κουτρούλη ο γάμος там были большая суматоха, неразбериха;
    άν, ό μη γένοιτο... не дай бог, если...;

    τί θα γίνουμε! — что с нами будет!;

    γένοιτο! пусть будет так!;
    γενηθήτω... книжн, да будет...; γενηθήτω φως! да будет свет!;

    τί (μοβ) γίνομαι εσαι; — как поживаешь?; — как дела?;

    ότι γίνει άς γίνει — будь, что будет;

    ό γέγονε γέγονε что сделано, то сделано;
    τα γενόμενα ουκ απογίνονται погов, что сделано, назад не воротишь; ничего не поделаешь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γίνομαι

  • 7 τόσο(ν)

    επίρρ.
    1) столько;

    τόσο(ν) θέλω — мне хватит, я больше не хочу;

    2) настолько, так;

    είναι τόσο(ν) απασχολημένος πού... — он настолько занят, что...;

    τόσο(ν) πολύ (λίγο) — так много (мало);

    άλλαξε τόσο(ν) πού... — он так изменился, что...;

    είναι τόσο(ν) ήσυχα τριγύρω — кругом так тихо;

    δεν είμαι τόσο(ν) κουτός γιά να... — я не настолько глуп, чтобы...;

    ήταν τόσο(ν) φίσκα το θέατρο, πού... — театр был так переполнен, что...;

    είναι τόσο(ν) καλός! — он так красив!;

    δεν είναι και τόσο(ν) περίφημα! — не так уж хорошо!;

    όχι και τόσ! — не особенно!, не очень-то!;

    § τόσ... όσο... — столько... сколько...;

    τόσο(ν) τό χειρότερο (τό καλύτερο) — тем хуже (лучше)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τόσο(ν)

  • 8 τόσο(ν)

    επίρρ.
    1) столько;

    τόσο(ν) θέλω — мне хватит, я больше не хочу;

    2) настолько, так;

    είναι τόσο(ν) απασχολημένος πού... — он настолько занят, что...;

    τόσο(ν) πολύ (λίγο) — так много (мало);

    άλλαξε τόσο(ν) πού... — он так изменился, что...;

    είναι τόσο(ν) ήσυχα τριγύρω — кругом так тихо;

    δεν είμαι τόσο(ν) κουτός γιά να... — я не настолько глуп, чтобы...;

    ήταν τόσο(ν) φίσκα το θέατρο, πού... — театр был так переполнен, что...;

    είναι τόσο(ν) καλός! — он так красив!;

    δεν είναι και τόσο(ν) περίφημα! — не так уж хорошо!;

    όχι και τόσ! — не особенно!, не очень-то!;

    § τόσ... όσο... — столько... сколько...;

    τόσο(ν) τό χειρότερο (τό καλύτερο) — тем хуже (лучше)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τόσο(ν)

См. также в других словарях:

  • κουτός — ή, ό 1. ανόητος, μωρός 2. αφελής, απονήρευτος, απλοϊκός 3. φρ. «κάνω τον κουτό» προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από το σύνθ. κουτόμυαλος (< κοττό μυαλος < κοττός «πετεινός» + μυαλό), πρβλ. φυρός… …   Dictionary of Greek

  • κουτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ανόητος, βλάκας, χαζός. 2. αφελής, απονήρευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκουτιαίνω — 1. αποβλακώνω, αποχαυνώνω 2. γίνομαι κουτός, ξεμωραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κουτιαίνω < επίθ. κουτός + (κατάλ.) ιαίνω πρβλ. ξεκουτιαίνω] …   Dictionary of Greek

  • κουτεντές — ο [κουτός] κουτός, ανόητος, αφελής …   Dictionary of Greek

  • κουτιαίνω — 1. κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω 2. γίνομαι κουτός, χάνω το μυαλό μου, αποβλακώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + ιαίνω (πρβλ. χλομ ιαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • κουτοφέρνω — είμαι κάπως κουτός, κλίνω προς την κουταμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + φέρνω (πρβλ. χαζο φέρνω)] …   Dictionary of Greek

  • κουτούλης — ο (υποκορ. τού κουτός) κάπως κουτός, χαζούλης …   Dictionary of Greek

  • κουτούλης — ο υποκορ. του κουτός ο κάπως κουτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτούλιακας — ο μεγεθυντικό του κουτός πολύ κουτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μόρυχος — Μόρυχος, ὁ (Α) 1. προσωνυμία τού θεού Διονύσου στη Σικελία, επειδή κατά την εποχή τού τρυγητού άλειφαν το πρόσωπό του με χυμό σταφυλιών ή με κατακάθι κρασιού 2. παροιμ. «μωρότερος Μορύχου» πάρα πολύ κουτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μορύσσω] …   Dictionary of Greek

  • αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»