-
1 κουτός
η, ό глупый; наивный, простоватый;κάνω τόν κουτό — прикидываться дурачком, строить из себя дурачка;
μην είσαι κουτός — не будь наивным
-
2 κουτός
[кутос] εκ. глупый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουτός
-
3 κουτός
[кутос] επ глупый. -
4 βλίτο(ν)
-
5 βλίτο(ν)
-
6 γίνομαι
(αόρ. έγινα, (ε)γίνηκα и γένηκα, υποτ. αόρ. να γίνω, γίνω и γενώ, προστ. γίνε)1) возникать, появляться; από τότε πού έγινε ο κόσμος с тех пор как стоит мир; 2) осуществляться, совершаться; иметь место; состояться;αύριο θά γίνει η συνάντηση — завтра состоится встреча;
η συνεδρίαση δεν έγινε заседание не состоялось;έγιναν πολλές αλλαγές произошло много изменений; 3) делаться, становиться; превращаться;γίνομαι δάσκαλος — становиться учителем;
γίνομαι πλούσιος — разбогатеть;
τό σπίτι έχει γίνει ερείπιο — дом превратился в развилины;
έγινε με σπίτι он стал теперь владельцем дома;θα γίνεν γελοίος — он сгинет посмешищем;
δεν θα γίνει ποτέ του τίποτε — из него никогда ничего не выйдет;
πώς έγινε έτσι;а) как он стал таким?; б) как это могло случиться?; όπως έγινε γνωστό... как стало известно...; 4) уродиться, вырасти; созревать, поспевать;όταν γίνουν τα σταφύλια — когда созреет виноград;
τό σιτάρι γίνεται εδώ — здесь растёт пшеница;
5) быть готовым;πότε θα γίνει το φαί; — когда будет готова еде?;
δεν έγιναν ακόμη τα παπούτσια μου мой ботинки ещё не готовы;όλο γίνεται αυτός ο δρόμος — как долго строится Зга дорога;
6):τρία και τέσσερα γίνονται επτά — три и четыре—семь;
7) годиться, подходить, быть впору;αυτό το παλτό δεν σού γίνεται — это пальто тебе мало;
8) случаться, происходить;τί (μού) γίνηκες; — что с тобой случилось?, куда ты пропал?;
τί έγινε αυτός; что с ним случилось?; куда он пропил?;τι γίνβται η υπόθεση μας; — в каком состоянии наше дело?;
τί γίνεται εκεί; — что там происходит?;
9) τριτοπρόσ. становится возможным, вероятным;πράγμα πού γίνεται — это вполне возможно, вероятно;
δε γίνεται — или πράγμα πού δε γίνεται — это невозможно, невероятно;
10) απρόσ. нужно, должно; следует, подобает;δεν γίνεται να βγαίνεις έξω μοναχή — тебе не следует выходить одной;
γίνεται να είναι τόσο κουτός; — неужели он такой дурак?;
§ τό γί(γ)νεσθαι филос, становление; непрерывное движение н изменение (материи);γίν καλά — поправляться, выздоравливать;
γίνομαι άνω-κάτω — а) очень расстроиться; — возмущаться; — б ) быть в полном беспорядке (о вещах);
γίνομαι έξω φρενών — выходить из себя;
γίνετατ γνωστό — доводится до сведения;
δεν ξέρα τί τού γίνεται — а) он ни черта не смыслит в этом; — б) он совсем не в курсе дела;
έγινε τού κουτρούλη ο γάμος там были большая суматоха, неразбериха;άν, ό μη γένοιτο... не дай бог, если...;τί θα γίνουμε! — что с нами будет!;
γένοιτο! пусть будет так!;γενηθήτω... книжн, да будет...; γενηθήτω φως! да будет свет!;τί (μοβ) γίνομαι εσαι; — как поживаешь?; — как дела?;
ότι γίνει άς γίνει — будь, что будет;
ό γέγονε γέγονε что сделано, то сделано;τα γενόμενα ουκ απογίνονται погов, что сделано, назад не воротишь; ничего не поделаешь -
7 τόσο(ν)
επίρρ.1) столько;τόσο(ν) θέλω — мне хватит, я больше не хочу;
2) настолько, так;είναι τόσο(ν) απασχολημένος πού... — он настолько занят, что...;
τόσο(ν) πολύ (λίγο) — так много (мало);
άλλαξε τόσο(ν) πού... — он так изменился, что...;
είναι τόσο(ν) ήσυχα τριγύρω — кругом так тихо;
δεν είμαι τόσο(ν) κουτός γιά να... — я не настолько глуп, чтобы...;
ήταν τόσο(ν) φίσκα το θέατρο, πού... — театр был так переполнен, что...;
είναι τόσο(ν) καλός! — он так красив!;
δεν είναι και τόσο(ν) περίφημα! — не так уж хорошо!;
όχι και τόσ! — не особенно!, не очень-то!;
§ τόσ... όσο... — столько... сколько...;
τόσο(ν) τό χειρότερο (τό καλύτερο) — тем хуже (лучше)
-
8 τόσο(ν)
επίρρ.1) столько;τόσο(ν) θέλω — мне хватит, я больше не хочу;
2) настолько, так;είναι τόσο(ν) απασχολημένος πού... — он настолько занят, что...;
τόσο(ν) πολύ (λίγο) — так много (мало);
άλλαξε τόσο(ν) πού... — он так изменился, что...;
είναι τόσο(ν) ήσυχα τριγύρω — кругом так тихо;
δεν είμαι τόσο(ν) κουτός γιά να... — я не настолько глуп, чтобы...;
ήταν τόσο(ν) φίσκα το θέατρο, πού... — театр был так переполнен, что...;
είναι τόσο(ν) καλός! — он так красив!;
δεν είναι και τόσο(ν) περίφημα! — не так уж хорошо!;
όχι και τόσ! — не особенно!, не очень-то!;
§ τόσ... όσο... — столько... сколько...;
τόσο(ν) τό χειρότερο (τό καλύτερο) — тем хуже (лучше)
См. также в других словарях:
κουτός — ή, ό 1. ανόητος, μωρός 2. αφελής, απονήρευτος, απλοϊκός 3. φρ. «κάνω τον κουτό» προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από το σύνθ. κουτόμυαλος (< κοττό μυαλος < κοττός «πετεινός» + μυαλό), πρβλ. φυρός… … Dictionary of Greek
κουτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ανόητος, βλάκας, χαζός. 2. αφελής, απονήρευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκουτιαίνω — 1. αποβλακώνω, αποχαυνώνω 2. γίνομαι κουτός, ξεμωραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κουτιαίνω < επίθ. κουτός + (κατάλ.) ιαίνω πρβλ. ξεκουτιαίνω] … Dictionary of Greek
κουτεντές — ο [κουτός] κουτός, ανόητος, αφελής … Dictionary of Greek
κουτιαίνω — 1. κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω 2. γίνομαι κουτός, χάνω το μυαλό μου, αποβλακώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + ιαίνω (πρβλ. χλομ ιαίνω)] … Dictionary of Greek
κουτοφέρνω — είμαι κάπως κουτός, κλίνω προς την κουταμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + φέρνω (πρβλ. χαζο φέρνω)] … Dictionary of Greek
κουτούλης — ο (υποκορ. τού κουτός) κάπως κουτός, χαζούλης … Dictionary of Greek
κουτούλης — ο υποκορ. του κουτός ο κάπως κουτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτούλιακας — ο μεγεθυντικό του κουτός πολύ κουτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μόρυχος — Μόρυχος, ὁ (Α) 1. προσωνυμία τού θεού Διονύσου στη Σικελία, επειδή κατά την εποχή τού τρυγητού άλειφαν το πρόσωπό του με χυμό σταφυλιών ή με κατακάθι κρασιού 2. παροιμ. «μωρότερος Μορύχου» πάρα πολύ κουτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μορύσσω] … Dictionary of Greek
αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… … Dictionary of Greek