-
1 κουρικός
-------------------------------- -
2 κουρικός
κουρικός, = κούριμος; μάχαιραι, Scheermesser, Plut. Dion. 9 u. a. Sp.
-
3 κουρικός [2]
-
4 κουρικος
-
5 κουρικός
κουρικόςfor cutting the hair: masc nom sg -
6 κουρικός
A for cutting the hair, : as Subst., κουρικός (sc. δίφρος), ὁ, barber's chair, Sammelb. 4292; (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρικός
-
7 τραγο-κουρικός
τραγο-κουρικός, ή, όν, zum Scheeren der Böcke gehörig, μάχαιρα, Luc. Pisc. 46.
-
8 ἐπι-κουρικός
ἐπι-κουρικός, ή, όν, beistehend, helfend, bes. τὸ ἐπικουρικόν, Hülfs-, Söldnerheer, Thuc. 4, 52, vgl. 7, 48; Plat. Rep. IV, 434 c; D. Hal. 9, 5.
-
9 κουρικόν
κουρικόςfor cutting the hair: masc acc sgκουρικόςfor cutting the hair: neut nom /voc /acc sg -
10 κουρικαί
κουρικόςfor cutting the hair: fem nom /voc pl -
11 κουρικήν
κουρικόςfor cutting the hair: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 κουρευτικος
-
13 κουρίξ
κουρίξ, bei der Schur, bei den Haaren; ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κουρίξ Od. 22, 108, wie Ap. Rh. 4, 18, wo der Schol. κατὰ κόῤῥης, κατὰ κεφαλῆς erkl. Eine andere Erkl. der Alten s. unter κουρικός.
-
14 επικουρικος
3служащий в помощь, вспомогательный(γένος Plat.)
τὰ πράγματα ἐπικουρικά Thuc. — вспомогательные войска -
15 τραγοκουρικος
-
16 κουρική
-
17 κουρικῇ
-
18 κουρικαίς
-
19 κουρικαῖς
-
20 κουρικού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κουρικός — for cutting the hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρικός — (I) κουρικός, ή, όν (Α) [κουρά] 1. κατάλληλος για κούρεμα («ὥστε μηδὲ τῆς κεφαλῆς τὰς τρίχας ἀφελεῑν κουρικαῑς μαχαίραις», Πλούτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κουρικός (ενν. δίφρος) το κάθισμα τού κουρέα. (II) κουρικός, ή, όν (Α) [κούρος (Ι)] νεαρός,… … Dictionary of Greek
κουρικόν — κουρικός for cutting the hair masc acc sg κουρικός for cutting the hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρικαῖς — κουρικός for cutting the hair fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρικαί — κουρικός for cutting the hair fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρικοῦ — κουρικός for cutting the hair masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρικῇ — κουρικός for cutting the hair fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρικήν — κουρικός for cutting the hair fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρικῶς — κουρικός for cutting the hair adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek