-
1 κουρήϊος
-
2 κουρηιος
-
3 κουρήϊος
κουρήϊος, jungfräulich, jugendlich -
4 κουρήϊος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρήϊος
-
5 κουρήιον
κουρήιοςyouthful: masc acc sgκουρήιοςyouthful: neut nom /voc /acc sg -
6 κούριος
κούριος, wie κουρήϊος, jugendlich; πρὶν κούριον ἀγλαὸν ἥβην Δωριέες ὀλέσωσι, Il. 13, 433, eingeschalteter Vers, s. Eustath.; – παρϑενίης κούριον ἄνϑος Orph. Arg. 1336; orac. bei Paus. 9, 14, 3.
-
7 κούριος
См. также в других словарях:
κουρήιος — κουρήϊος, η, ον (Α) (επικ. τ. τού κόρειος) νεανικός, παρθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + ήϊος (πρβλ. κροκ ήϊος, χαλκ ήϊος)] … Dictionary of Greek
κουρήιον — κουρήιος youthful masc acc sg κουρήιος youthful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek