-
1 Αμμωνιακών
-
2 Ἀμμωνιακῶν
-
3 Αμμωνιακόν
-
4 Ἀμμωνιακόν
-
5 Αμμωνιακή
-
6 Ἀμμωνιακῇ
-
7 Αμμωνιακής
-
8 Ἀμμωνιακῆς
-
9 Αμμωνιακοίς
-
10 Ἀμμωνιακοῖς
-
11 Αμμωνιακού
-
12 Ἀμμωνιακοῦ
-
13 Αμμωνιακοί
-
14 Ἀμμωνιακοί
-
15 Αμμωνιακούς
-
16 Ἀμμωνιακούς
-
17 Αμμωνιακώ
-
18 Ἀμμωνιακῷ
-
19 Αμμωνιακή
-
20 Ἀμμωνιακή
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αμμωνιακός — Ἀμμωνιακός ή, όν (Α) [Ἄμμων] αυτός που αναφέρεται στον Άμμωνα … Dictionary of Greek
αμμωνιακός — ή, ό [αμμωνία] αυτός που αναφέρεται στην αμμωνία, που παράγεται από αυτήν ή περιέχει αμμωνία … Dictionary of Greek
αμμωνιακός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αμμωνία ή παράγεται απ αυτή: Το νισαντίρι είναι το αμμωνιακό αλάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀμμωνιακῶν — Ἀμμωνιακός Zeus fem gen pl Ἀμμωνιακός Zeus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακόν — Ἀμμωνιακός Zeus masc acc sg Ἀμμωνιακός Zeus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακοῖς — Ἀμμωνιακός Zeus masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακοί — Ἀμμωνιακός Zeus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακοῦ — Ἀμμωνιακός Zeus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακούς — Ἀμμωνιακός Zeus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακῆς — Ἀμμωνιακός Zeus fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακῇ — Ἀμμωνιακός Zeus fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)