Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κορυθάλη

См. также в других словарях:

  • κορυθάλη — και κορυθαλλία και κορυθαλία και κορυθάλεια, ἡ (Α) 1. κλάδος ή στεφάνι ελιάς ή δάφνης, το οποίο διακοσμούσαν με ταινίες και τό κρεμούσαν πάνω από τις πόρτες ως σύμβολο τής ευφορίας, τής γονιμότητας και τής ζωής σε διάφορες γιορτές, αλλ. ειρεσιώνη …   Dictionary of Greek

  • κορυθαλ(λ)ίστριαι — κορυθαλ(λ)ίστριαι, αἱ (Α) γυναίκες που χόρευαν προς τιμήν τής Κορυθαλλίας Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κορυθαλλία (βλ. λ. κορυθάλη), επίθ. τής Αρτέμιδος, πιθ. με επίδραση ενός αμάρτυρου ρ. *κορυθαλλίζω] …   Dictionary of Greek

  • κόρυς — κόρυς, υθος, ἡ (Α) 1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη,… …   Dictionary of Greek

  • Κορυθαλία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης στη Σπάρτη, ως προστάτιδας της γονιμότητας και των νηπίων. Η ονομασία προέρχεται από την κορυθάλη, δάφνινο κλαδί στολισμένο με κορδέλες ή στεφάνι με λουλούδια που κρεμούσαν στις εξώπορτες κατά τις εφηβικές γιορτές και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»