-
1 κονίστρα
κονίστρᾱ, κόνιστραplace covered with dust: fem nom /voc /acc dual——————κονίστρᾱͅ, κόνιστραplace covered with dust: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κονίστρᾳ
Βλ. λ. κονίστρα -
3 κόνιστρα
κόνῑσ-τρα, ἡ,2 arena in a wrestling school, Lyc.867, Plu.2.638c;δρόμοι καὶ κ. καὶ γυμνάσια Ael.NA11.10
, cf. 6.15, Eust.382.32; also in a theatre, Suid. s.v. σκηνή.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόνιστρα
-
4 κονίστρας
κονίστρᾱς, κόνιστραplace covered with dust: fem acc plκονίστρᾱς, κόνιστραplace covered with dust: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 κονίστραι
κονίστρᾱͅ, κόνιστραplace covered with dust: fem dat sg (attic doric aeolic) -
6 κονίστραις
κόνιστραplace covered with dust: fem dat pl -
7 κόνισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόνισμα
-
8 κονιστήριον
κονῑσ-τήριον, τό,A = κονίστρα, Vitr.5.11.2, IGRom.4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονιστήριον
-
9 κόνις
κόνις, ιος, [dialect] Att. εως or εος E.Cyc. 641, ἡ: dat. κόνι [var] contr. fr. κόνιι, Il. 24.18, Od.11.191, [dialect] Att. κόνει:—A dust,κόνιος δεδραγμένος Il.13.393
; as an emblem of a countless multitude,εἴ μοι τόσα δοίη ὅσα ψάμαθός τε κ. τε 9.385
;κ. δέ σφ' ἀμφιδεδήει Hes.Sc.62
;κόνιν, ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ A.Supp. 180
; αἷμα κ. πίνει, ἀνασπᾷ, Id.Th. 736 (lyr.), Eu. 647;κ. διψία S.Ant. 247
, 429; of the grave,κ. κατακρύπτει χάριν Pi.O.8.79
, cf. S.OC 406, El. 435, etc.; κόνει φύρειν κάρα, in sign of mourning, E.Hec. 496; ἡ ἐπίχρυσος κ. gold dust, Poll.7.97.2 ashes, ἐν κόνι ἄγχι πυρός Od.l.c.;κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il.18.23
, cf. Theoc.24.93. -
10 βουκονιστήριον
Grammatical information: n.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: For κονιστήριον (Vitr., Pergamon) cf. κονίστρα `arena'. Heberdey-Kalinka, Reisen in südwestl. Kleinasien 2, 70. (Against = βυκανιστήριον Robert, Hellenika 3(1946)149f.)Page in Frisk: 1,258Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βουκονιστήριον
-
11 κόνις
Grammatical information: f.Meaning: `dust, ashes' (Il.).Other forms: dat. -ι, - ειCompounds: As 1. member in κονι-ορ-τός m. `cloud of dust' (IA.), from ὄρ-νυμι with το- (diff. Pisani Ist. Lomb. 77, 558), NGr. κορνιαχτός (Hatzidakis Glotta 3, 70ff.); in the compp. κονί̄-σαλος m. ( κονίσ-σαλος, cf. below) `cloud of dust' (Il.), `the dust with oil- and sweat of a wrestler' (Gal.), also name of a priapus-like demon (com., inscr.) and a lascivious dance (H.; cf. v. Wilamowitz Glaube 1, 161 a. 279); in the last meaning by Fick a. o. (s. Scheller Oxytonierung 50 n. 2) considered as an independent word; κονί̄-ποδες m. pl. `kind of shoes' (Ar. Ek. 848, Poll.), name of the slaves in Epid. (Plu.; French parallels in Niedermann KZ 45, 182).Derivatives: Denomin. verb κονί̄ω, - ίομαι, fut. κονί̄σω, hell. κονιοῦμαι, aor. κονῖσαι ( κονίσσαι), perf. midd. κεκόνι(σ)μαι, also with ἐν-, δια- a. o., `cover with dust, oneself with sand' (Il.; on the formation below); κόνιμα (Delphi IIIa), - ισμα (Cythera) `dust of the wrestlers place', κόνισις `make dust, training at the wrestlers place' (Arist.), ἐνκονιστάς m. `gymnasta' (Thebes; Fraenkel Nom. ag. 1, 174f.), κονίστρα (Arist.), κονιστήριον (Pergam. IIa) `wrestlers place', κονιστικός `welter in the dust' (Arist.). Enlarged form κονίζεσθαι κυλίεσθαι, φθείρεσθαι, κονιορτοῦσθαι H. (here also κονιοῦμαι?). Further derivv.: κόνιος `dusty' (Pi.), `creating dust' (Paus., surn. of Zeus), κονιώδης `like ashes' (Hp.). - κονία, ep. Ion. - ίη, metr. lengthened -ί̄η ( κόννα σποδός H. Aeol.?) `dust, ashes, sand' (Hom., Hes. Sc., A., E.), `alkaline fluid' (Ar., Pl., Thphr., medic.), `chalk, whitewash, gypsum' (LXX, hell.). κονιάω `smear with chalk ' (D., Arist.) with κονίαμα `id.' (Hp., D., hell.), κονίασις `whitewash' (hell. inscr.), κονιατήρ `whitewasher' (Epid. IVa), κονιατής `id.' (inscr., pap.; Redard Les noms grecs en - της 36); κονιατός `whitewashed' (X., Thphr., pap.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17), κονιατικά ( ἔργα) `stucco-works' (pap., inscr.). Also κονιάζομαι `be covered with ashes' (Gp.).Etymology: κόνις differs from Lat. cinis, - eris m. (f.) in the o-vocalism (e: o); the s-stem seen in ciner-is and cinis-culus can also be assumed for κονίσ-σαλος, κεκόνισ-μαι, κονί̄ω \< *κονισ-ι̯ω, κονί-α \< *κονισ-α (details in Scheller Oxytonierung 49f.). The word was perhaps originally an neutr. is-(i-?)stem; s. Benveniste Origines 34, Specht Ursprung 298. The basis may hace been a lost verb meaning `scratch, plane, scour'; one also compares - κναίω.Page in Frisk: 1,911-912Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόνις
См. также в других словарях:
κονίστρα — κονίστρᾱ , κόνιστρα place covered with dust fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίστρᾳ — κονίστρᾱͅ , κόνιστρα place covered with dust fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίστρα — η (ΑM κονίστρα) νεοελλ. κάθε πνευματικό, κοινωνικό ή πολιτικό πεδίο δράσης, όπου διαγωνίζεται κάποιος με άλλους, στίβος («είναι πολλά χρόνια γνωστός στην πνευματική κονίστρα») μσν. αρχ. 1. σκάμμα καλυμμένο με λεπτή άμμο, όπου πάλευαν και… … Dictionary of Greek
κονίστρα — η το πνευματικό ή πολιτικό πεδίο, όπου διαγωνίζεται κανείς με τους άλλους: Νεότατος κατέβηκε στην πολιτική κονίστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονίστρας — κονίστρᾱς , κόνιστρα place covered with dust fem acc pl κονίστρᾱς , κόνιστρα place covered with dust fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίστραι — κονίστρᾱͅ , κόνιστρα place covered with dust fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίστραις — κόνιστρα place covered with dust fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТЕАТР — • Theatrum, Θέατρον. I. Греческий Т. Древнегреческий T. предназначался не только для драматических представлений: трагедий, сатирических драм и комедий, но служил первоначально местом действия всех торжеств, относившихся… … Реальный словарь классических древностей
КОНИСТРА — • Conisterium, Κονιστήριον, κονίστρα, собственно пыльное и песчаное место; так называлась в гимназиях арена, на которой упражнялись борцы. В греческом театре К. означает то место, на котором воздвигалась из досок ορχήστρα, т. е.… … Реальный словарь классических древностей
αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… … Dictionary of Greek
αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή … Dictionary of Greek