-
1 κοντά
επίρρ.1) близко; поблизости; около, возле; недалеко, рядом;κοντά μου — возле меня;
κοντά σε — около, возле, недалеко;
πλησιάζω κοντά — приближаться;
έλα κοντά! — иди ко мне!;
η πόλη είναι κοντά — до города близко;
κοντά κοντά очень близко, рядом;
2) недавно; скоро, вскоре;κοντά τα ξημερώματα — незадолго до рассвета;
τώρα κοντά — только что, недавно;
3) почти;είναι κοντά μιά ώρα, πού... — почти час, как...;
4) по сравнению, в сравнении;κοντά σ'αύτό — по сравнению с этим;
5):κοντά σε κάποιον — около кого-л., вместе с кем-л., из-за кого-л.;
κοντά σε μένα τραβάει κι' αυτός — из-за меня, по моей вине страдает ещё и он;
§ από κοντά — а) следом, по пятам;
παίρνω κάποιον από κοντά — преследовать кого-л., идти по пятам кого-л.; — б) близко, вплотную;
εξετάζω από κοντά το ζήτημα — подойти вплотную к вопросу;
γνωρίζομαι από κοντά — познакомиться близко;
περνώ από κοντά — проходить мимо;
κοντά στα άλλα — при этом, к тому же
-
2 κοντά
[конда] επίρ рядом. -
3 κοντά
a prop -
4 κοντά
1) auprès2) près -
5 κοντά
1) blisko przysł.2) około przysł. -
6 κοντά
1) blízko2) při -
7 κοντά
1) close2) near3) nearbyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κοντά
-
8 Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά
• При сухих щепках и сырое дерево разгораетсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά
-
9 Κοντά στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα
• Греться в лучах чужой славыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κοντά στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα
-
10 Κοντά στο νου και η γνώση
• Само собой разумеетсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κοντά στο νου και η γνώση
-
11 Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώνει, αυτός δεν ημπορεί ποτέ να στερνομετανιώνει
Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώνει, αυτός δεν ημπορεί ποτέ να στερνομετανιώνει– Σκέψου, πριν ενεργήσεις, κοίταξε, πριν πηδήσεις• Не зная броду, не суйся в водуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώνει, αυτός δεν ημπορεί ποτέ να στερνομετανιώνει
-
12 Πιο κοντά είναι το στόμα μου, παρά το δικό σου
– Πιο κοντά είναι το στόμα μου, παρά το δικό σου• Своя рубашка ближе к телуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πιο κοντά είναι το στόμα μου, παρά το δικό σου
-
13 από κοντά
-
14 Άμα δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά, δεν παν τα σκυλιά κοντά
• Если сучка не захочет, кобель не вскочитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άμα δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά, δεν παν τα σκυλιά κοντά
-
15 Από μακρυά και αγαπημένοι παρά απο κοντά και μαλωμένοι
• Лучше порознь да в любви, чем рядом и в ссореИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από μακρυά και αγαπημένοι παρά απο κοντά και μαλωμένοι
-
16 Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια
• У лжи короткие ногиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια
-
17 ἕξ
ἕξGrammatical information: num.Meaning: `six'.Compounds: As 1. member beside ἑξ-, ἑκ- usually ἑξα- ( ἑξά-μετρος, ἑξα-κόσιοι etc.) after ἑπτα-, τετρα-; ἑξή-κοντα after πεντή-κοντα; on 2. members - κοντα and - κόσιοι s. Schwyzer 592 and on διακοσιοι.Derivatives: ἑξίτης (sc. βόλος) `throw of six in dice-playing' (Epigr., Poll.; cf. Redard Les noms grecs en - της 48); ἑξᾶς, - ᾶντος m. (Sicil.) = Lat. sextans (and after it), with ἑξάντιον (Epich.). - Ordinal ἕκτος, Cret. Ϝέκτος and the adv. ἑξάκις (after πολλάκις etc.); collective ἑξάς f. `number of six' (Ph.) with ἑξαδικός.Origin: IE [Indo-European] [1044] *sueḱs `six'Etymology: The IE numeral `six' has two variants. Lat. sex, Germ., e. g. Goth. saíhs, Skt. ṣáṣ-, Lith. šeš-ì, OCS šes-tь, Alb. gjash-tē, Toch. A ṣäk go back on IE *seḱs. But Gr. Ϝέξ, Arm. vec̣, Celt., e. g. Welsh chwech, Av. xšvaš have u̯- in the anlaut; so *su̯eḱs; several details remain unclear. Gr. ἕξ like Ϝέξ will continue *su̯eḱs with loss of the digamma or the breath; on Boeot. ἕξ (beside Ϝικαστῆ) Schwyzer 226 w. n. 4. - The ordinal ἕκτος, Ϝέκτος can be both *su̯eḱs-to-s and *su̯eḱ-to-s. An IE sequence -ḱt- seems necessary for certain Germanic forms, OHG sehto (beside sehsto), OWNo. sétte. Other forms however show -s-: Lat. sextus, Goth. saíhsta, Toch. A ṣkäst; others again are uncertain: Skt. ṣaṣṭhá-, Lith. šẽštas, OCS šestъ; note Gaul. suexos. - S. Schwyzer 590f., 595f., W.-Hofmann s. sex etc. - On unclear ξέστριξ κριθή ἡ ἑξαστιχος. Κνίδιοι H. s. Schwyzer 269, 590.Page in Frisk: 1,527-528Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἕξ
-
18 ὀκτώ
Grammatical information: numeralMeaning: `eight' (Hom.).Compounds: As 1. element beside ὀκτω- in ὀκτω-καίδεκα, ὀκτω-δάκτυλος `with a breadth of eight fingers' (Hp., Ar.) a.o. usu. ὀκτα- (after ἑπτα-, ἑξα- etc.) in ὀκτα-κόσιοι and in many bahuvrihi's, e.g. ὀκτά-μηνος `eight months old, eight monthly' (Hp., X., Arist.).Derivatives: Besides ὀγδοή-κοντα, which like ἑβδομή-κοντα may have started from the basic word, s. v. and ὄγδοος w. lit. Through cross with ὀκτώ also ὀγδώ-κοντα (Β 568 = 652 a.o., s. Sommer Zum Zahlwort 25 n. 2). After ὀγδοήκοντα the late ὀγδοάς f. `a number of eight' (Plu.) for ὀκτάς f. (Arist.). -- Further derivv.: ὀκτά-κι(ς), - κιν `eight times' (Hdt.), ὀκτα-σσός `eightfold' (pap. III p; after δισσός etc.), - χῶς `in eight ways' (EM, Arist.-Comm.).Origin: IE [Indo-European] [775] *h₃eḱtōu `eight'Etymology: Gr. ὀκτώ, Lat. octō, Skt. aṣṭā́(u), Germ., e.g. Goth. ahtau, Lith. aštuo-nì and other cognate forms go back on IE *oḱtṓ(u) (*h₃eḱt-?). Arm. ut` is like El. ὀπτω, reshaped after the word for `seven'. -- The IE word for `eight' was clearly an old dual, but further analysis is quite uncertain. Hypotheses e.g. by W.-Hofmann s. octō, with further lit.; see also Meisinger Gymnasium 57, 74 f. By Ebbinghaus PBBeitr. 72, 319 connected with the word for `four' (to be rejected).Page in Frisk: 2,374-375Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀκτώ
-
19 γνώση
η1) знание; понимание, осознание;η γνώσ της πραγματικότητας — понимание реального положения;
η γνώση τού κινδύνου — осознание опасности;
2) πλ. знания;επιστημονικές (πρακτικές) γνώσεις — научные (практические) знания;
3) благоразумие, рассудительность;§ βάζω γνώση — образумливаться; — исправляться;
κοντά στη γνώση — и με νοΒ και με γνώση — обдуманно;
κοντά στο νού κι' η γνώση — само собой (разумеется);
τωρινή μου γνώση να σ' είχα πάντα — или στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα — погов, задним умом крепок
-
20 άκονθ'
ἄκοντα, ἄκωνinvoluntary: masc acc sgἄκοντι, ἄκωνinvoluntary: masc dat sgἄκοντε, ἄκωνinvoluntary: masc nom /voc /acc dualἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: masc acc sg (attic)ἄ̱κοντι, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut dat sg (attic)ἄ̱κοντε, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut nom /voc /acc dual (attic)
См. также в других словарях:
κοντά — (I) (Μ κοντά) επίρρ. 1. (τοπικό) πλησίον, εγγύς, δίπλα («μένει κοντά στη μητέρα της») 2. (χρονικό ή ποσοτικό) σχεδόν, περίπου (α. «είναι κοντά πέντε μέρες που περιμένω την απάντησή σου» β. «η συνεδρίαση τελείωσε κοντά στα ξημερώματα») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
κοντά — επίρρ. τοπ. 1. πλησίον, σιμά: Το σπίτι του είναι κοντά στο σχολείο. 2. περίπου, σχεδόν: Είναι κοντά τρεις μέρες τώρα που βρέχει συνέχεια. 3. σε σύγκριση, μπροστά σε κάτι: Αυτό δεν είναι τίποτα κοντά σ αυτό που είδα εγώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόντα — η μουσ. 1. καταληκτικό πέρασμα, στη μουσική σύνθεση, βασισμένο στην επιμήκυνση ή στην εκ νέου ανάπτυξη ενός έργου ή ενός τμήματός του 2. ειδικά καλλωπισμένο μελισματικό υλικό για να υπογραμμιστούν περισσότερο οι καταλήξεις τών πολυφωνικών… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek