-
1 Κομπαστικός
Κομπαστικόςbraggart: masc nom sg -
2 κομπαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομπαστικός
-
3 Κομπαστικόν
Κομπαστικόςbraggart: masc acc sgΚομπαστικόςbraggart: neut nom /voc /acc sg -
4 Κομπαστικήν
Κομπαστικόςbraggart: fem acc sg (attic epic ionic) -
5 Κομπαστικώ
-
6 Κομπαστικῷ
-
7 Κομπαστικώς
-
8 Κομπαστικῶς
-
9 κόμπος
Grammatical information: m.Meaning: `noise, clattering when something is struck, loud noise, ostentaion' (Il.).Compounds: Compp., e. g. ὑπέρ-κομπος `extremely noisy, ostentatious' (A., Men.).Derivatives: κομπώδης `ostentatious' (Th., Plu.), κομπός m. `resplendent, vaunting' (E.; on the accent Schwyzer 459), κομπηρός `sounding loudly' (Arist.-comm., sch.). Denomin.: 1. κομπέω `clash' (Μ 151), `strike (against)' (D. L.), usu.. `flaunt (with sthing), boast' (Pi.; on the formation Schwyzer 726 w. n. 5). 2. κομπάζω `flaunt, boast' (B. and A.), `strike (a pot), to try its quality' (pap.) with κομπάσματα pl. (rarely sg.) `boasting' (A.), κομπασμός `ostentation' (Plu.), κομπασία `sounding, striking' (pap.), κομπαστής `parader' (Ph., Plu.) with κομπαστικός (Poll.), κόμπασος (Hdn.), Κομπασεύς `who would belong to the Κόμπος-district' (Ar.). 3. κομπόω (Pass.) `show off' (D. C.).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: No etymology, prob. onomatopoetic; cf. on βόμβος, κόναβος and κόμβα. Wrong IE. interpretations in Bq. Fur. 380 compares κόναβος without the vowel, for which I see no basis.Page in Frisk: 1,909-910Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόμπος
См. также в других словарях:
Κομπαστικός — braggart masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπαστικός — ή, ό (Α κομπαστικός, ή, όν) [κομπαστής] αυτός που γίνεται με κομπασμό, με αλαζονεία, αλαζονικός. επίρρ... κομπαστικώς και ά (Α κομπαστικῶς) με κομπασμό, αλαζονικά … Dictionary of Greek
Κομπαστικόν — Κομπαστικός braggart masc acc sg Κομπαστικός braggart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπαστικήν — Κομπαστικός braggart fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπαστικῶς — Κομπαστικός braggart adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπαστικῷ — Κομπαστικός braggart masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπηρός — κομπηρός, ά, όν (ΑM) αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομπασμό, με υπερηφάνεια, κομπαστικός, αλαζονικός. επίρρ... κομπηρῶς περήφανα, κομπαστικά, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] … Dictionary of Greek
κομπολόγημα — κομπολόγημα, τὸ (Μ) [κομπολογώ] αλαζονικός, κομπαστικός λόγος … Dictionary of Greek
κομπώδης — κομπώδης, ώδες (ΑM) [κόμπος (Ι)] 1. κομπαστικός, κενόδοξος («κομπωδεστέραν ἔχοντι τὴν προσποίησιν», Θουκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κομπῶδες κομπασμός, αλαζονεία. Επιρρ. κομπωδῶς (Α) με κομπαστικό τρόπο … Dictionary of Greek
λογοκόπημα — το 1. το να λέει κάποιος πολλά, κομπαστικά και ανούσια λόγια 2. ανούσιος ή κομπαστικός λόγος, μεγαλοστομία, καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκοπῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
περιαυτολογικός — ή, ό / περιαυτολογικός, ή, όν, ΝΜ [περιαυτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός. επίρρ... περιαυτολογικώς και ά / περιαυτολογικώς και ά, ΝΜ με περιαυτολογία, κομπαστικά … Dictionary of Greek