-
1 κολά
-
2 κολᾷ
-
3 Κόλα
(χερσόνησος) η Кольский полуостров -
4 κόλα
κόλονcolon: neut nom /voc /acc plκόλοςdocked: neut nom /voc /acc pl -
5 κόλα
cokeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κόλα
-
6 κολο-κορδό-κολα
κολο-κορδό-κολα, τά, die Eingeweide, Kaldaunen, komisch gebildetes Wort aus κόλον u. χορδή, Philodem. 29 (X, 103).
-
7 coke
κόλα -
8 κολάσας
κολά̱σᾱς, κολάζωcheck: fut part act fem acc pl (doric)κολά̱σᾱς, κολάζωcheck: fut part act fem gen sg (doric)κολάσᾱς, κολάζωcheck: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 κολάσ'
κολά̱σᾱͅ, κολάζωcheck: fut part act fem dat sg (doric)κολάσαι, κολάζωcheck: aor inf act -
10 κολάσαι
κολά̱σᾱͅ, κολάζωcheck: fut part act fem dat sg (doric)κολάζωcheck: aor inf actκολάσαῑ, κολάζωcheck: aor opt act 3rd sg -
11 κολάζω
κολάζω, fut. gew. κολάσομαι; eines Wortspiels wegen Ar. Equ. 456 γάστριζε καὶ τοῖς ἐντέροις καὶ τοῖς κόλοις, χὤπως κολᾷ τὸν ἄνδρα; Vesp. 244 ὡς κολωμένους ὧν ήδίκησεν; selten act. κολάσω, Xen. Cyr. 7, 5, 83, Ath. 1, 9 (von κόλος, κολοβός); – eigtl. verstümmeln, beschneiden, abhauen, τὰ δένδρα Theophr., das überflüssige Holz wegnehmen; ähnlich τὸ ἀνοιδαῖνον, zurückdrücken, Poll. 4, 180. – Gew. übertr., jedes Uebermaaß hindern, in Zucht u. Schranken halten, bändigen, mäßigen; τὸ πάϑος Plut. Artax. 23; τὸ πλεονάζον Conv. 4, 1, 3; τὴν ἄλλην δίαιταν οὐχ' οὕτω κεκολασμένην οὐδ' ὑπεύϑυνον τοῖς νέοις παρεἰχον Lyc. 22; ῥήτωρ κεκολασμένος, ein einfacher R., Poll. 6, 149; – tadeln, züchtigen, strafen, und zwar nach Arist. rhet. 1, 10 zur Besserung des Bestraften; λόγοις κολάζειν Soph. Ai. 1139; τὰ σέμν' ἔπη κόλαζ' ἐκείνους 1087, strafe sie für die stolzen Worte; ὡς κολάζω τὸν ἀδικοῦντά σε Eur. Bacch. 1323; ϑανάτῳ τοὺς κακούς Hel. 1188, öfter; ὅτ' οὐδὲ κολάσ' ἔξεστί μοι τοὺς οἰκέτας Ar. Nubb. 7; πληγαῖς Plat. Legg. VI, 784 c; Folgde; pass., κολάζομαι ἐν ταῖς ἀδικίαις Thuc. 8, 40. – Auch im med., = act., Ar. Vesp. 405, wie Plat. Prot. 324 c; Arist. H. A. 6, 17.
-
12 κολαζω
(2 л. sing. fut. κολᾷ = κολάσῃ) тж. med.1) досл. (о растениях) обрезывать (лишние ветви), подрезывать, подчищать, перен. вводить в рамки, сдерживать, умерять, обуздывать(τὰς ἐπιθυμίας, τὸ πλεονάζον, τὸ πάθος Plut.)
τὸ εὐπειθὲς καὴ κεκολασμένον Arst. — послушание и дисциплинированность;δίαιτα κεκολασμένη Luc. — строгий образ жизни2) наказывать, карать(τινὰ λόγοις Soph.; τοὺς κακοὺς θανάτῳ Eur.; πληγαῖς Plat.)
τὰ σεμνὰ ἔπη κ. τινά Soph. — карать кого-л. суровыми словами;ἐν ταῖς ἀδικίαις κολάζεσθαι Thuc. — быть караемым за проступки -
13 κολοκορδοκολα
-
14 завтракать
завтрак||атьнесов προγευματίζω, κολα-τσίζω. -
15 маркий
маркийприл разг πού λεκιάζει εὔ-κολα. -
16 задабривание
-я ουδ.καλόπιασμα, κολά-κευμα. -
17 κολάζω
Aκολάσω And.1.136
, Lys.31.29, X.Cyr.7.5.8, Pl.Lg. 714d, etc.: [tense] aor. , Th.3.40:—[voice] Med., [tense] fut.κολάσομαι Theopomp.Com.27
, X.HG1.7.19; twice [var] contr. in Ar., [ per.] 2sg. , part.κολωμένους V. 244
: [tense] aor.ἐκολασάμην Th.6.78
, Pl.Mx. 240d:—[voice] Pass., [tense] fut. - ασθήσομαι Th.2.87, etc.: [tense] aor.ἐκολάσθην Id.7.68
: [tense] pf.κεκόλασμαι Antipho 3.4.8
, D.20.139:—check, chastise,τὰς ἐπιθυμίας Pl.Grg. 491e
;τὸ πλεονάζον Plu.2.663e
, etc.;τὴν ἀμετρίαν Gal.6.29
:—[voice] Pass., to be corrected,τὸ ἐν μέλιτι χολῶδες -άζεται Hp. Acut.59
, cf. X.Oec.20.12: [tense] pf. part. [voice] Pass., chastened, εὐπειθὲς καὶ κεκολ. Arist.EN 1119b12;δίαιτα Luc.Herm.86
; ῥήτωρ κεκ. Poll.6.149;ἰσχὺς κ. ἐς ῥυθμούς Philostr.VS1.17.3
; also of an athlete, ἀπέριττος τὰ μυώδη καὶ μὴ κεκ. Id.Gym.31.2 chastise, punish, τινα E.Ba. 1322, Ar.Nu.7, etc.; τὰ σέμν' ἔπη κόλαζ' ἐκείνους use your proud words in reproving them, S.Aj. 1108: c. dat. modi, λόγοις κ. τινά ib. 1160; , Lys.28.3; πληγαῖς, τιμωρίαις, Pl. Lg. 784d, Isoc.1.50; :—[voice] Med., get a person punished, Ar.V. 406, Pl.Prt. 324c, v.l. X.Cyr.1.2.7:—[voice] Pass., to be punished, etc., Antipho 3.3.7, X.Cyr.5.2.1, etc.; of divine retribution, Plu.2.566e; suffer injury, Ael.NA3.24.3 of a drastic method of checking the growth of the almond-tree, Thphr.HP2.7.6:—[voice] Pass., Id.CP1.18.9; cf.κόλασις 1
.4 [voice] Pass. c. gen., to be badly in need of, PFay.120.5 (i/ii A.D.), cf. 115.19 (ii A.D.), BGU249.4 (ii A.D.). -
18 κολοκορδόκολα
κολο-κορδό-κολα, τά, die Eingeweide, Kaldaunen, komisch gebildetes Wort aus κόλον u. χορδή
См. также в других словарях:
κόλα — (Cola). Γένος φυτών της οικογένειας των στερκουλιιδών, της τάξης των στυλοφόρων. Περιλαμβάνει περίπου 50 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αφρικής, τα οποία σήμερα ευδοκιμούν και σε άλλες τροπικές χώρες. Σπουδαιότερο από αυτά είναι η κ. η ακιδωτή.… … Dictionary of Greek
κολᾷ — κολάζω check fut ind mid 2nd sg (epic) κολάζω check fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλα — κόλον colon neut nom/voc/acc pl κόλος docked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόλα ντι Ριέντσι — (Cola di Rienzi, 1313 – Ρώμη 1354). Ψευδώνυμο του Ιταλού πολιτικού Νικολό ντι Λορέντζο Γκαμπρίνι. Ο Κ. οραματιζόταν την αναγέννηση του παλιού μεγαλείου της Ρώμης. Στις δημόσιες ομιλίες του καυτηρίαζε τους μεγαλοφεουδάρχες που είχαν καταλάβει την… … Dictionary of Greek
κόκα-κόλα — η (τροφ. χημ.) εμπορική ονομασία αεριούχου αναψυκτικού ποτού, που παρασκευάζεται από εκχυλίσματα φύλλων κόκας από τα οποία απομακρύνεται προηγουμένως η κοκαΐνη , από εκχύλισμα σπερμάτων κόλας, από άλλες φυτικές ουσίες, καθώς και από ζάχαρη,… … Dictionary of Greek
κόκα κόλα — η (λ. αγγλ.), αναψυκτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολάσας — κολά̱σᾱς , κολάζω check fut part act fem acc pl (doric) κολά̱σᾱς , κολάζω check fut part act fem gen sg (doric) κολάσᾱς , κολάζω check aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάσ' — κολά̱σᾱͅ , κολάζω check fut part act fem dat sg (doric) κολάσαι , κολάζω check aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάσαι — κολά̱σᾱͅ , κολάζω check fut part act fem dat sg (doric) κολάζω check aor inf act κολάσαῑ , κολάζω check aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Λάπωνες — (λαπ. Saami). Εθνολογική ομάδα που αποτελείται από ανθρώπους που κατοικούν στο απώτατο βόρειο άκρο της ευρωπαϊκής χερσονήσου, στην ιστορική γεωγραφική περιοχή της Λαπωνίας (βλ. λ.). Πιο συγκεκριμένα, οι Λ. κατοικούν στο βόρειο τμήμα της… … Dictionary of Greek