-
1 Κολοφώνιος
Κολοφώνιοςof: masc nom sg -
2 Κολοφώνιος
1 of Kolophon Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188. -
3 Κολοφώνιος
A of or from Colophon in Ionia, Hdt.1.147, etc.; K. σχῆμα, a figure of speech, such as using ἡ κεφαλὴ τῷ ἀνθρώπῳ for τοῦ -που, Lesb.Gramm.7: Subst., ἡ Κολοφωνία (sc. ῥητίνη), Colophonian gum, resin, Dsc.1.71, Gal.13.475, Hippiatr.20, al., PGrenf. 1.52.7 (iii A.D.); also, = σκαμμωνία, Ps.-Dsc.4.170; Κολοφώνιον (sc. ὑπόδημα), τό, kind of shoe, Rhinth.4; also, a measure used in Egypt, Ostr. 1166, 1265 (ii A.D.); but also, a kind of vegetable, PTeb.419.21 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κολοφώνιος
-
4 Κολοφωνίων
Κολοφώνιοςof: fem gen plΚολοφώνιοςof: masc /neut gen pl -
5 Κολοφώνιον
Κολοφώνιοςof: masc acc sgΚολοφώνιοςof: neut nom /voc /acc sg -
6 Κολοφωνίοις
Κολοφώνιοςof: masc /neut dat pl -
7 Κολοφωνίου
Κολοφώνιοςof: masc /neut gen sg -
8 Κολοφωνίους
Κολοφώνιοςof: masc acc pl -
9 Κολοφώνια
Κολοφώνιοςof: neut nom /voc /acc pl -
10 Κολοφώνιε
Κολοφώνιοςof: masc voc sg -
11 Κολοφώνιοι
Κολοφώνιοςof: masc nom /voc pl -
12 Κολοφωνία
Κολοφωνίᾱ, Κολοφώνιοςof: fem nom /voc /acc dualΚολοφωνίᾱ, Κολοφώνιοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Κολοφωνίᾱͅ, Κολοφώνιοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 Κολοφωνίας
Κολοφωνίᾱς, Κολοφώνιοςof: fem acc plΚολοφωνίᾱς, Κολοφώνιοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 Κολοφωνίαν
Κολοφωνίᾱν, Κολοφώνιοςof: fem acc sg (attic doric aeolic) -
15 Κολοφωνίω
-
16 Κολοφωνίῳ
-
17 κολοφών
κολοφών, - ῶνοςGrammatical information: m.Meaning: `summit, top, pinnacle', only metaph. (Pl., Com. Adesp., Str.), after H. also = κολιός (i. e. κελεός; s. v.) and ἰχθῦς θαλάσσιος;Derivatives: κολοφωνέω `crown a work' (Steph. in Hp.). As GN town in Ionia; Κολοφώνιος `from K., inhabitant of K.s'.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: A connection with κολωνός, through *κολαφών \< IE. *koln̥-bho- (Brugmann Grundr.2 2: 1, 301) is strongly endangered by the Anatolian placename, which points to foreign origin, s. Chantraine Formation 162.Page in Frisk: 1,904Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κολοφών
См. также в других словарях:
Κολοφώνιος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοφώνιος — α, ον (AM κολοφώνιος, ία, ιον, Α και κολοφώνειος, εία, ειον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Κολοφώνα 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κολοφώνιος, η Κολοφωνία ο ή η κάτοικος τής πόλης αυτής («ἐκτήσαντο δὲ ποτε καὶ ναυτικὴν… … Dictionary of Greek
Κολοφωνίων — Κολοφώνιος of fem gen pl Κολοφώνιος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφώνιον — Κολοφώνιος of masc acc sg Κολοφώνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφωνίοις — Κολοφώνιος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφωνίου — Κολοφώνιος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφωνίους — Κολοφώνιος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφωνίῳ — Κολοφώνιος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφώνια — Κολοφώνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφώνιε — Κολοφώνιος of masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολοφώνιοι — Κολοφώνιος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)