Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κολοφώνιος

  • 1 δέρτρον

    δέρτρον, τό (δέρω), einmal bei Homer, Odyss. 11, 579, wo es die innere Haut im menschlichen Leibe bezeichnet, von welcher die Leber umschlossen wird: γῦπε δέ μιν ἑκάτερϑε παρημένω ήπαρ ἔκειρον, δέρτρον ἔσω δύνοντες; Scholl. τὸ δέρτρον Ἀντίμαχος μὲν ὁ Κολοφώνιος τὸν ἐπίπλουν ἀκούει τὸν ἐν τοῖς καλουμένοις ἐγκάτοις. λέγει γὰρ (fragm. Stoll. no 44) »οὐδέ τι ϑερμὸν ἀναπνείων χολάδας δέρτροισι καλύψεις«. ὁ δὲ ἐπίπλους, φησὶν Ἀπολλόδωρος, ὄν ἀργέτα δημὸν καλεῖ ( Iliad. 11, 818. 21, 127), οὐ περὶ τὸ ἧπαρ, ἀλλὰ περὶ τὴν κοιλίαν ἐστίν. Δωριεῖς δὲ τὴν ὑπὸ τὴν δορὰν σάρκα δέρτρον καλοῠσιν κτἑ.; vgl. Eustath. p. 1700, 9 Apollon. Lex. Hom. p. 57, 13. – Hippocrat. – Lycophr. 880 δ. ϑρυλιγμάτων, spitzes Bruchstück. δέρω, schinden, abhäuten, das Fell abziehen; Wurzel Δαρ-, mit Umlaut Δερ-, vgl. perfect. δέδαρμαι und aorist. pass. ἐδάρην und die Nebenformen δείρω (s. oben besonders), entstanden aus ΔΕΡΊΩ, und δαίρω, entstanden aus ΔΑΡΊΩ; über die verwandten Wötter anderer indogermanischer Sprachen s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1 S. 200. – Futur. δερῶ, aorist. act. ἔδειρα, perf. pass. δέδαρμαι, Ar. Lys. 158, aor. pass. ἐδάρην, δαρϑείς Nicochar. B. A. 89, futur. pass. δαρήσομαι. – Homerische Formen: ἔδερον 3. plural., Iliad. 23, 167; δέρον 3. plural., Iliad. 7, 316; ἔδειραν, Iliad. 2, 422; δείρας, Odyss. 10, 19, δῶκε δέ μοι δείρας, var. lect. δῶκέ μοι ἐκδείρας; δείραντας, Odyss. 11, 46. Vom Abhäuten der Thiere bei'm Schlachten: Iliad. 7, 316 τοῖσι δὲ βοῠν ἶέρευσεν Ἀγαμέμνων ἄρσενα πενταέτηρον –. τὸν δέρον ἀμφί ϑ' ἕπον, καί μιν διέχευαν ἅπαντα, μίστυλλόν τ' ἄρ' ἐπισταμένως, πεῖράν τ' ὀβελοῖσιν, ὤπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα: man beachte die Homerische Enallage der Tempora, δέρον statt des aorist. Odyss. 11, 46 ἑτάροισιν ἐκέλευσα μῆλα, τὰ δὴ κατέκειτ' ἐσφαγμένα νηλέι χαλκῷ, δείραντας κατακῆαι. Odyss. 8, 61 τοῖσιν δ' Ἀλκίνοος δυοκαίδεκα μῆλ' ἱέρευσεν, ὀκτὼ δ' ἀργιόδοντας ὕας, δύο δ' εἰλίποδας βοῦς· τοὺς δέρον ἀμφί ϑ' ἕπον, τετύκοντό τε δαῖτ' ἐρατεινήν. Vom Schlauche des Aeolus Odyss. 10, 19 δῶκε δέ μοι δείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο, ἔνϑα δὲ ῃυκτάων ἀνέμων κατέδησε κέλευϑα. – Folgende: ἀσκὸν δέρειν τινά, poet. bei Plut. Sol. 14, Einen lebendig schinden, durchgerben, durchprügeln; Ar. Ran. 618; vgl. δαίρω. Allgemeiner: ὁ μὴ δαρεὶς ἄνϑρωπος οὐ παιδεύεται Menand. monost. 422; vgl. Plat. Euthyd. 285 d.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δέρτρον

См. также в других словарях:

  • Κολοφώνιος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοφώνιος — α, ον (AM κολοφώνιος, ία, ιον, Α και κολοφώνειος, εία, ειον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Κολοφώνα 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κολοφώνιος, η Κολοφωνία ο ή η κάτοικος τής πόλης αυτής («ἐκτήσαντο δὲ ποτε καὶ ναυτικὴν… …   Dictionary of Greek

  • Κολοφωνίων — Κολοφώνιος of fem gen pl Κολοφώνιος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολοφώνιον — Κολοφώνιος of masc acc sg Κολοφώνιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολοφωνίοις — Κολοφώνιος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολοφωνίου — Κολοφώνιος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολοφωνίους — Κολοφώνιος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολοφωνίῳ — Κολοφώνιος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολοφώνια — Κολοφώνιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολοφώνιε — Κολοφώνιος of masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολοφώνιοι — Κολοφώνιος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»