Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥητίνη

См. также в других словарях:

  • ῥητίνη — resin of the pine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητίνῃ — ῥητίνη resin of the pine fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρητίνη — Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (54 τ. χλμ.). * * * η / ῥητίνη, ΝΑ η φυσική ρητίνη και ιδίως του πεύκου, το ρετσίνι νεοελλ. 1. συν. στον πληθ. οι ρητίνες… …   Dictionary of Greek

  • ρητίνη — η παχύρρευστη κολλώδης ουσία πεύκων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμα δράκοντα — Ρητίνη που παράγεται από ορισμένα είδη του φυτού δράκαινα (οικογένεια λειλιιδών) και χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία, με χρώμα βαθύ κοκκινωπό, για παρασκευή χρωμάτων και βερνικιών. Το φυτό από το οποίο κυρίως εξάγεται αυτή η ρητίνη είναι η… …   Dictionary of Greek

  • ῥητινῶν — ῥητίνη resin of the pine fem gen pl ῥητινόω flavour with resin pres part act masc voc sg (doric aeolic) ῥητινόω flavour with resin pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ῥητινόω flavour with resin pres part act masc nom sg ῥητινόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητίναις — ῥητίνη resin of the pine fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητίνην — ῥητίνη resin of the pine fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητίνης — ῥητίνη resin of the pine fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρητινώνω — ῥητινῶ, όω, ΝΑ [ῥητίνη] 1. αναμιγνύω ή αρωματίζω κάτι με ρητίνη 2. προσθέτω ρητίνη σε οίνο 3. επαλείφω μια επιφάνεια με ρητίνη αρχ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐρρητινωμένος, η, ον αυτός που έχει αναμιχθεί με ρητίνη, ρετσινάτος …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»