-
1 ρητίνη
ῥητίνηresin of the pine: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ῥητίνηresin of the pine: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ῥητίνη
Βλ. λ. ρητίνη -
3 ῥητίνῃ
Βλ. λ. ρητίνη -
4 ῥητίνη
-ης ἡ N 1 2-0-4-0-0=6 Gn 37,25; 43,11; Jer 8,22; 26(46),11; 28(51),8resin (of the mastix or terebinth)Cf. WALTERS 1973, 66 -
5 ῥητίνη
A resin of the pine, Hp.Art.63, Arist.HA 617a19, Thphr.HP9.2.1, al., Nic.Al. 300, 554, Dsc.1.71, etc. (Prob. a foreign word.) -
6 ρητίνη
resinΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ρητίνη
-
7 ρητίνας
ῥητίνᾱς, ῥητίνηresin of the pine: fem acc plῥητίνᾱς, ῥητίνηresin of the pine: fem gen sg (doric aeolic) -
8 ῥητίνας
ῥητίνᾱς, ῥητίνηresin of the pine: fem acc plῥητίνᾱς, ῥητίνηresin of the pine: fem gen sg (doric aeolic) -
9 ρητινών
ῥητίνηresin of the pine: fem gen plῥητινόωflavour with resin: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ῥητινόωflavour with resin: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ῥητινόωflavour with resin: pres part act masc nom sgῥητινόωflavour with resin: pres inf act (doric) -
10 ῥητινῶν
ῥητίνηresin of the pine: fem gen plῥητινόωflavour with resin: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ῥητινόωflavour with resin: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ῥητινόωflavour with resin: pres part act masc nom sgῥητινόωflavour with resin: pres inf act (doric) -
11 ρητίναι
-
12 ῥητίναι
-
13 ρητίναις
-
14 ῥητίναις
-
15 ρητίνην
-
16 ῥητίνην
-
17 ρητίνης
-
18 ῥητίνης
-
19 Κολοφώνιος
A of or from Colophon in Ionia, Hdt.1.147, etc.; K. σχῆμα, a figure of speech, such as using ἡ κεφαλὴ τῷ ἀνθρώπῳ for τοῦ -που, Lesb.Gramm.7: Subst., ἡ Κολοφωνία (sc. ῥητίνη), Colophonian gum, resin, Dsc.1.71, Gal.13.475, Hippiatr.20, al., PGrenf. 1.52.7 (iii A.D.); also, = σκαμμωνία, Ps.-Dsc.4.170; Κολοφώνιον (sc. ὑπόδημα), τό, kind of shoe, Rhinth.4; also, a measure used in Egypt, Ostr. 1166, 1265 (ii A.D.); but also, a kind of vegetable, PTeb.419.21 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κολοφώνιος
-
20 κυπαρίσσινος
A of cypress-wood,σταθμός Od.17.340
;μέλαθρον Pi. P.5.39
;λάρνακες Th.2.34
; ;ξυλεία Plb.10.27.10
; also, made or drawn from the cypress,κ. οἶνος Dsc.5.36
;ῥητίνη Gal. 13.589
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυπαρίσσινος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥητίνη — resin of the pine fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητίνῃ — ῥητίνη resin of the pine fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρητίνη — Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (54 τ. χλμ.). * * * η / ῥητίνη, ΝΑ η φυσική ρητίνη και ιδίως του πεύκου, το ρετσίνι νεοελλ. 1. συν. στον πληθ. οι ρητίνες… … Dictionary of Greek
ρητίνη — η παχύρρευστη κολλώδης ουσία πεύκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίμα δράκοντα — Ρητίνη που παράγεται από ορισμένα είδη του φυτού δράκαινα (οικογένεια λειλιιδών) και χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία, με χρώμα βαθύ κοκκινωπό, για παρασκευή χρωμάτων και βερνικιών. Το φυτό από το οποίο κυρίως εξάγεται αυτή η ρητίνη είναι η… … Dictionary of Greek
ῥητινῶν — ῥητίνη resin of the pine fem gen pl ῥητινόω flavour with resin pres part act masc voc sg (doric aeolic) ῥητινόω flavour with resin pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ῥητινόω flavour with resin pres part act masc nom sg ῥητινόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητίναις — ῥητίνη resin of the pine fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητίνην — ῥητίνη resin of the pine fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητίνης — ῥητίνη resin of the pine fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρητινώνω — ῥητινῶ, όω, ΝΑ [ῥητίνη] 1. αναμιγνύω ή αρωματίζω κάτι με ρητίνη 2. προσθέτω ρητίνη σε οίνο 3. επαλείφω μια επιφάνεια με ρητίνη αρχ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐρρητινωμένος, η, ον αυτός που έχει αναμιχθεί με ρητίνη, ρετσινάτος … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek