-
1 κολλητός
κολλητός, zusammengeleimt, -gekittet, fest verbunden; σανίδες Od. 21, 164; ϑύραι 23, 194; ἅρματα, δίφρος, Il. 4, 368. 19, 395, wie ὄχος Eur. Hipp. 1225; ξυστον κολλητὸν βλήτροισι Il. 15, 677. – Vgl. κολλήεις. – Ὑποκρητηρίδιον κολλητὸν σιδήρεον, ein Untersatz, auf welchem Metallverzierungen aufgelöthet sind, vielleicht damascirt, Her. 1, 25; τὰ μὲν ὕδατι καὶ γῇ κολλητά Plat. Polit. 279 e.
-
2 κολλητος
31) крепко склеенный, сколоченный или сбитый(θύραι, δίφρος, ἅρματα, σανίδες Hom.; ὄχοι Eur.)
κ. ὕδασι καὴ γῇ Plat. — скрепленный мокрой глиной2) покрытый насечками, инкрустированный(ὑποκρητηρίδιον Her.)
-
3 κολλητός
κολλητόςglued together: masc nom sg -
4 κολλητός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κολλητός
-
5 κολλητός
κολλητός, zusammengeleimt, -gekittet, fest verbunden; Ὑποκρητηρίδιον κολλητὸν σιδήρεον, ein Untersatz, auf welchem Metallverzierungen aufgelötet sind, vielleicht damasziert -
6 κολλητός
η, ό[ν]1) приклеенный; 2) припаянный; сваренный, приваренный; 3) прилегающий, соприкасающийся; 4) πλ. приклеенные (об ассигнациях, налепляемых на лоб музыкантам на пирах, гуляньях) -
7 κολλητός
[коллитос] ас. приклеенный. -
8 κολλητός
A glued together, closely joined, θύραι, σανίδες, Od. 23.194, 21.164; ἅρμα, δίφρος, ξυστόν, Il.4.366, 19.395, 15.678; ;ὕδασι καὶ γῇ κ. Pl.Plt. 279e
; ὑποκρητηρίδιον with figures welded on, Hdt.1.25, cf. Paus.10.16.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολλητός
-
9 κολλητός
1) buddy2) closeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κολλητός
-
10 προς-κολλητός
προς-κολλητός, angeleimt, Schol. Soph. Trach. 771.
-
11 πολυ-κόλλητος
πολυ-κόλλητος, viel geleimt (?).
-
12 χρῡσεο-κόλλητος
χρῡσεο-κόλλητος, = χρυσοκόλλητος, Paul. Sil. ambo 159.
-
13 χρῡσο-κόλλητος
-
14 χαλκο-κόλλητος
χαλκο-κόλλητος, mit Kupfer gelöthet, Gloss.
-
15 εὐ-κόλλητος
εὐ-κόλλητος, wohl zusammengeleimt.
-
16 δυς-κόλλητος
δυς-κόλλητος, schlecht geleimt od. verbunden, Luc. Qu. hist. scr. 11; schwer zu vereinigen, Sp.
-
17 θεο-κόλλητος
θεο-κόλλητος, mit Gott verbunden, K. S.
-
18 λιθο-κόλλητος
λιθο-κόλλητος, mit Steinen gekittet, mit eingefügten Steinen, bes. eingesetzten Edelsteinen verziert, πάντα χρύσεα καὶ λιϑ. περιττῶς ἐξειργασμένα ταῖς τέχναις, Ath. IV, 147 f; φιάλαι, II, 48 f; χιτῶνες, ib. V, 200 b; περιτραχήλιον, Plut. Alex. 32; χλιδών, D. Sic. 5, 47; κεκρύφαλον, Agath. V (V, 276); vgl. noch Strab. XVI, 779, ὀροφαὶ δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ καὶ λιϑοκολλήτου διαπεποικιλμένα, Verzierung mit Edelsteinen od. Marmor. – Uebertr., ψυχὴ σκληρά, χάλυβος λιϑοκόλλητον στόμιον παρέχουσα, Soph. Tr. 1251, gleichsam einen stählernen Steinzügel anlegend.
-
19 ἀ-προς-κόλλητος
ἀ-προς-κόλλητος, nicht angeleimt, Eust.
-
20 ἀ-συγ-κόλλητος
ἀ-συγ-κόλλητος, nicht zusammengeleimt, Schol. Il. 14, 200.
См. также в других словарях:
κολλητός — glued together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητός — ή, ό (AM κολλητός, ή, όν) [κολλώ] αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κολλητός, η κολλητή πολύ στενός φίλος, αχώριστος σύντροφος νεοελλ. μσν. συνεχόμενος, πλαϊνός,… … Dictionary of Greek
κολλητός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο κολλημένος, αυτός που έχει συνδεθεί με κόλλα: Τα παπούτσια αυτά δεν είναι καρφωτά, αλλά κολλητά. 2. αυτός που είναι πολύ κοντά σε άλλον: Το σπίτι μας είναι κολλητό με το σπίτι του υπουργού. – Καθόμαστε κολλητά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλητόν — κολλητός glued together masc acc sg κολλητός glued together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητοῖς — κολλητός glued together masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητοῖσι — κολλητός glued together masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητοῖσιν — κολλητός glued together masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητούς — κολλητός glued together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεροκόλλητος — η, ο κολλημένος με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + κολλητός (< κολλητός < κολλώ), πρβλ. ασημο κόλλητος, διαμαντο κόλλητος] … Dictionary of Greek
θεοκόλλητος — θεοκόλλητος, ον (Α) ο προσκολλημένος στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κολλητος (< κολλώ), πρβλ. α προσ κόλλητος, αυτο κόλλητος] … Dictionary of Greek
λιθοκόλλητος — η, ο (Α λιθοκόλλητος, ον) αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («περιτραχήλιον...λιθοκόλλητον», Πλούτ.) αρχ. 1. (για χάλυβα) αυτός που έχει κολλημένες πάνω του αιχμηρές πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοκόλλητον ψηφοθέτημα, μωσαϊκό.… … Dictionary of Greek