-
1 gönüldaş
κολλητός, φίλος -
2 yapışık
κολλητός, συμφυής -
3 обтяжка
обтя||жкаж:в \обтяжкажку (об одежде) κολλητός, ἐφαρμοστός (πάνω στό σῶμα). -
4 прилегающий
прилега||ющий1. прич. от прилегать·2. прил (об одеоюде) ἐφαρμοστός, χυτός, κολλητός·3. прил (смежный) γειτονικός, παράπλευρος, συνεχόμενος. -
5 be hand in glove (with someone)
(to be very closely associated with someone, especially for a bad purpose.) είμαι κολλητός(με) -
6 be hand in glove (with someone)
(to be very closely associated with someone, especially for a bad purpose.) είμαι κολλητός(με) -
7 skin-tight
adjective (fitting as tightly as one's skin: skin-tight jeans; Her new sweater is skin-tight.) κολλητός -
8 наклейной
επ.κολλητός, επικολλημένος. -
9 приварочный
επ.του ζεστού φαγητού των τροφίμων για βράσιμο. || κολλητός. -
10 слитный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно (συν)-ενωμένος• αχώριστος• κολλητός•-ое налиса-ние συνενωμένη γραφή.
|| συγχωνεμένος•слитный гул толпы η βουή του πλήθους, οχλοβοή.
-
11 Welded
adj.P. and V. κολλητός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Welded
-
12 buddy
1) κολλητός2) φιλαράκος -
13 close
1) αποπνιχτικός2) κολλητός3) κοντά4) πνιγηρός
См. также в других словарях:
κολλητός — glued together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητός — ή, ό (AM κολλητός, ή, όν) [κολλώ] αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κολλητός, η κολλητή πολύ στενός φίλος, αχώριστος σύντροφος νεοελλ. μσν. συνεχόμενος, πλαϊνός,… … Dictionary of Greek
κολλητός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο κολλημένος, αυτός που έχει συνδεθεί με κόλλα: Τα παπούτσια αυτά δεν είναι καρφωτά, αλλά κολλητά. 2. αυτός που είναι πολύ κοντά σε άλλον: Το σπίτι μας είναι κολλητό με το σπίτι του υπουργού. – Καθόμαστε κολλητά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλητόν — κολλητός glued together masc acc sg κολλητός glued together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητοῖς — κολλητός glued together masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητοῖσι — κολλητός glued together masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητοῖσιν — κολλητός glued together masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητούς — κολλητός glued together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεροκόλλητος — η, ο κολλημένος με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + κολλητός (< κολλητός < κολλώ), πρβλ. ασημο κόλλητος, διαμαντο κόλλητος] … Dictionary of Greek
θεοκόλλητος — θεοκόλλητος, ον (Α) ο προσκολλημένος στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κολλητος (< κολλώ), πρβλ. α προσ κόλλητος, αυτο κόλλητος] … Dictionary of Greek
λιθοκόλλητος — η, ο (Α λιθοκόλλητος, ον) αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («περιτραχήλιον...λιθοκόλλητον», Πλούτ.) αρχ. 1. (για χάλυβα) αυτός που έχει κολλημένες πάνω του αιχμηρές πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοκόλλητον ψηφοθέτημα, μωσαϊκό.… … Dictionary of Greek