-
1 κοιτάζομαι
1 go to sleep ὥς τ' ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτ a reference to ἐγκοίμησις, as a means of divination O. 13.76 -
2 κοιτάζομαι
κοιτάζωput to bed: pres ind mp 1st sg -
3 κεῖμαι
Grammatical information: v.Meaning: `lie, be somewhere, happen etc.' (Il.).Other forms: 3. sg. κεῖται, 3. pl. κέαται, Att. κεῖνται, inf. κεῖσθαι etc. (further forms in Schwyzer 679; sehr unsicher myk. ke-ke-me-na)Dialectal forms: Myc. ke-ke-me-na uncertain.Compounds: very often with prefix in diff. meanings, ἀνά-, κατά-, παρά-, ἔγ-, ἔκ-, ἐπί-, σύγ-κειμαι etc.Derivatives: 1. κοῖτος m. `layer, bed, sleep' (Od.), κοίτη f. `id., matrim. bed, nest, parcel, lot' (Od.); often in compp., e. g. ἀπό-, σύγ-, ἡμερό-κοιτος, ἀ-, παρα-κοίτης (cf. on ἀκοίτης). From κοῖτος, κοίτη: κοιτίς f. `box' (Men., J.; cf. Schwyzer 127) with κοιτίδιον `id.' (sch.); κοιτάριον `bed' (sch.); κοιτών m. `sleeping room' (Ar. Fr. 6, hell.) with κοιτώνιον, - ωνίσκος, - ωνίτης, ωνικός ; κοιτατήριον `id.' (Cyrene; cf. ἑστιατήριον s. ἑστία); κοιταῖος `lying on the layer' (Decr. ap. D. 18, 37, Plb.), κοιτάριος `belonging to the bed' ( Edict. Diocl.). Denomin. verb κοιτάζομαι `lay down, nest' (Pi., hell.), - άζω `bring to rest, lay down', also `partition the land' (from κοίτη `parcel'), hell. From here κοιτασία `living together' (LXX), κοιτασμός `folding the cattle' (pap.). - 2. *κοίμη or *κοῖμος with denomin. κοιμάω `lay to rest, put to bed', κοιμάομαι `go to bed' (Il.); from there κοίμησις `lay down, sleep (of death)' (Pl., LXX, NT), κοίμημα `sleep, sleeping with' (S.), κοιμη-τήριον `sleeping room, restplace, burying-place' (inscr.); also κοιμίζω = κοιμάω with κοίμισις, - ισμός, - ιστής, - ιστικός; rater reshaped from κοιμάω. - 3. κειμήλιον n. `valuables, precious thing' (Il.), secondary - ιοι Pl. m. (f.) (Pl. Lg. 931a; apposition of πατέρες η μητέρες); ηλ-derivation of a neuter *κεῖμα (Frisk Eranos 38, 42 a. 41, 52). In the same meaning κεμήλιον (Alc. G 1, 8)? Specht KZ 68, 145 (after *θεμήλιον, θέμηλα); but s. on κεμάς. - Cf. also κῶμα and κώμη. - Verbal derivv.: iterative ( παρε)- κέσκετο (ξ 521, φ 41); desiderative or future forms κείω, κειέμεν, κείοντες etc.; late lengthening κατεκείαθεν κατεκοιμήθη H. (after Hom. μετεκίαθεν); further details in Schwyzer 679, Chantraine Gramm. hom. 1, 322 und 453.Etymology: An exact agreement of the athematic present κεῖται gives Indo-Iranian in Skt. śéte, Av. saēte `lies'; further Hitt. kitta, -ri; uncertain Lyc. sijęni `id.' (Pedersen Lykisch und Hittitisch 17f.). The nominalen t- and m-formations are also found outside Greek: Bret. argud `light sleep' \< *are-ḱoi-to-; Germ., e. g. Goth. haims `village, Heim', Latv. sàime `family', Lith. šeimýna `id.', OCS sěmьja `id.', prob. also Celt., e. g. OIr. cōim `dear'. Other derivv. of the verb in Lat. cīvis, Germ., e. g. Goth. heiwa-frauja `lord of the house', Skt. śéva- `trusty, friendly, dear' as in Arm. sēr `love' with sirem `love'. - Further Pok. 539f., W.-Hofmann s. cīvis. - The verb has full grade in the middle with static inflection: Skt. śay-e, pl. śe-re, without -t-.Page in Frisk: 1,809-810Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κεῖμαι
См. также в других словарях:
κοιτάζομαι — κοιτάζομαι, κοιτάχτηκα, (σπάν.) κοιταγμένος βλ. πίν. 24 και πρβλ. κοιτιέμαι Σημειώσεις: κοιτάζομαι – κοιτιέμαι : η παθητική φωνή διαφοροποιείται νοηματικά από την ενεργητική. Σημαίνει → κοιτάω τον εαυτό μου (στον καθρέφτη) ή → κάνω ιατρικές… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοιτάζομαι — κοιτάζω put to bed pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακοιτάζομαι — (Α ἀνακοιτάζομαι) νεοελλ. βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα αρχ. (κυρίως γι αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα * + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο… … Dictionary of Greek
κοιτιέμαι — κοιτιέμαι, κοιτάχτηκα, (σπάν.) κοιταγμένος βλ. πίν. 65 και πρβλ. κοιτάζομαι Σημειώσεις: κοιτάζομαι – κοιτιέμαι : η παθητική φωνή διαφοροποιείται νοηματικά από την ενεργητική. Σημαίνει → κοιτάω τον εαυτό μου (στον καθρέφτη) ή → κάνω ιατρικές… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γυαλίζω — και γιαλίζω 1. κάνω κάτι στιλπνό σαν γυαλί 2. στιλβώνω 3. εξαγοράζω κάποιον με χρήματα 4. είμαι στιλπνός, λάμπω 5. διατηρώ την ομορφιά μου 6. (για καρπούς) ωριμάζω 7. φρ. α) «γυαλίζουν τα μάτια του» είναι τρελός ή μεθυσμένος ή ετοιμοθάνατος β)… … Dictionary of Greek
επικοιτάζομαι — ἐπικοιτάζομαι (Α) (αποθ.) κοιμάμαι, περνώ τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κοιτάζομαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»] … Dictionary of Greek
εσοπτρίζω — ἐσοπτρίζω (AM) [έσοπτρον] 1. δείχνω σαν μέσα σε καθρέφτη, δείχνω κάτι σε κάποιον όχι στην πραγματική του υπόσταση αλλά υπαινικτικά ή συμβολικά 2. μέσ. ἐσοπτρίζομαι δείχνομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη αρχ. καθρεφτίζομαι, κοιτάζομαι στον… … Dictionary of Greek
καθρεφτίζω — και καθρεπτίζω [καθρέφτης] 1. (για λείες επιφάνειες) ανακλώ εικόνα, κατοπτρίζω 2. παριστάνω κάτι τόσο πιστά, ώστε κατά κάποιο τρόπο να τό απεικονίζω σαν σε καθρέφτη, περιγράφω παραστατικά 3. απεικονίζω κατάσταση ή ενέργεια («η μορφή καθρεφτίζει… … Dictionary of Greek
κατακοιτάζομαι — (Μ) βρίσκομαι στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιτάζομαι «πλαγιάζω να κοιμηθώ» (< κοίτη)] … Dictionary of Greek
κοιτάζω — και κοιτώ, άω (AM κοιτάζω) νεοελλ. 1. εξετάζω ιατρικά (α. «πρέπει να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει συνεχώς πονοκεφάλους, γι αυτό πρέπει να πάει να κοιταχτεί») 2. φρ. α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι β)… … Dictionary of Greek
οπτρίζομαι — ὀπτρίζομαι (Α) κοιτάζομαι σαν σε καθρέφτη, φαντάζομαι, οπτασιάζομαι … Dictionary of Greek