-
1 bakınmak
κοιτάζομαι, κοιτάω τριγύρω -
2 глядеть
-яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•глядючи, ρ.δ.
1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•
пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.
2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.
(απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.
4. φαίνομαι•из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.
5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•-щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!
εκφρ.глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•глядеть смерти (опасности, гибели – κ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•- я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•того и -и – αυτό και να περιμένεις•не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•-я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).κοιτάζομαι•глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•
месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.
-
3 поглядеть
-яжу, -ядишьρ.σ.1. κοιτάζω, βλέπω•поглядеть с удивлением βλέπω με θαυμασμό.
2. επιβλέπω, επιτηρώ•поглядеть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.
|| μτφ. δίνω προσοχή, προσέχω. || μόνο 1ο πρόσωπο ενκ. κ. πλθ. -жу, -дим θα ιδώ, θα κοιτάξω (θα σκεφτώ) πριν ιεπιχειρήσω.εκφρ.как (я) -жу, (-им) – όπως μου φαίνεται, όπως συμπεραίνω, όπως βλέπω.κοιτάζομαι•поглядеть в зеркало κοιτάζομαι στο. καθρέφτη, καθρεφτίζομαι.
-
4 смотреть
смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -оρ.δ.1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•
смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•
смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•
смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•
новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.
|| μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.
|| μτφ. δίνω προσοχή•вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).
2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.3. επιβλέπω, παρακολουθώ•смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.
|| εξετάζω•доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.
|| (παλ.) επιθεωρώ•генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.
4. είμαι εστραμμένος•окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•
пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.
5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•
смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•
смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.
7. θέλω να γίνω•она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).
8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.9. προστκ. -и κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.εκφρ.смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•смотреть смерти – βλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•- я по чему – κρίνοντας από το ότι•что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.
-
5 смотреться
[σματριέτσα] ρ. κοιτάζομαι -
6 смотреться
[σματριέτσα] ρ κοιτάζομαι -
7 зеркало
-а πλθ. -ла, -ал ουδ.1. καθρέφτης, κάτοπτρο•ручное зеркало καθρεφτάκι•
смотреться в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη, καθρεφτίζομαι.
|| μτφ. γαλήνη υδάτινης επιφάνειας.2. πλήρης απεικόνηση.3. επιφάνεια. -
8 осмотреть
-отрю, -бтришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осмотренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.περιβλέπω, περισκόπιο•осмотреть с головы до ног κοιτάζω από το κεφάλι ως τα πόδια.
|| περιέρχομαι κοιτάζοντας. || κοιτάζω, βλέπω, εξετάζω•доктор -л больного ο γιατρός εξέτασε τον ασθενή.
1. βλ. ρ. ενεργ. φ.κοιτάζομαι, βλέπω τον εαυτό μου.2. μτφ. γνωρίζομαι με το περιβάλλον. -
9 посмотреть
ρ.σ.1. βλ. смотреть.2. (με το αρνητ. μόριο не) δε λογαριάζω, δεν κοιτάζω, δε λαβαίνω υπ όψη.3. 1ο πρόσ. ενκ. κ. πλθ. α) θα ιδώ (θα σκεφτώ), β) -им θα ιδούμε•-им кто кого обгонит θα ιδούμε ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον.
κοιτάζομαι. -
10 проверить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проверенный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.ελέγχω, εξακριβώνω εξετάζω•проверить счёт ελέγχω το λογαριασμό•
проверить жалобу εξετάζω το παράπονο•
проверить знания ελέγχω τις γνώσεις•
проверить билеты ελέγχω τα εισιτήρια•
проверить работу механизма ελέγχω τη λειτουργία του μηχανισμού.
εξετάζομαι, κοιτάζομαι•проверить у врача εξετάζομαι στο γιατρό.
|| εξετάζω, ελέγχω αν συμπε-ριλαβαίνομαι•проверить в списке избирателей ελέγχω την εγγραφή μου στον εκλογικό κατάλογο.
-
11 рассматривать
ρ.δ.μ.1. βλ. рассмотреть.2. θεωρώ•рассматривать как... θεωρώ σαν...
κοιτάζομαι, βλέπω τον εαυτό μου. || θεωρούμαι..περ ιεργάζομαι. -
12 bakmak
κοιτάζω, κοιτάζομαι
См. также в других словарях:
κοιτάζομαι — κοιτάζομαι, κοιτάχτηκα, (σπάν.) κοιταγμένος βλ. πίν. 24 και πρβλ. κοιτιέμαι Σημειώσεις: κοιτάζομαι – κοιτιέμαι : η παθητική φωνή διαφοροποιείται νοηματικά από την ενεργητική. Σημαίνει → κοιτάω τον εαυτό μου (στον καθρέφτη) ή → κάνω ιατρικές… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοιτάζομαι — κοιτάζω put to bed pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακοιτάζομαι — (Α ἀνακοιτάζομαι) νεοελλ. βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα αρχ. (κυρίως γι αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα * + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο… … Dictionary of Greek
κοιτιέμαι — κοιτιέμαι, κοιτάχτηκα, (σπάν.) κοιταγμένος βλ. πίν. 65 και πρβλ. κοιτάζομαι Σημειώσεις: κοιτάζομαι – κοιτιέμαι : η παθητική φωνή διαφοροποιείται νοηματικά από την ενεργητική. Σημαίνει → κοιτάω τον εαυτό μου (στον καθρέφτη) ή → κάνω ιατρικές… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γυαλίζω — και γιαλίζω 1. κάνω κάτι στιλπνό σαν γυαλί 2. στιλβώνω 3. εξαγοράζω κάποιον με χρήματα 4. είμαι στιλπνός, λάμπω 5. διατηρώ την ομορφιά μου 6. (για καρπούς) ωριμάζω 7. φρ. α) «γυαλίζουν τα μάτια του» είναι τρελός ή μεθυσμένος ή ετοιμοθάνατος β)… … Dictionary of Greek
επικοιτάζομαι — ἐπικοιτάζομαι (Α) (αποθ.) κοιμάμαι, περνώ τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κοιτάζομαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»] … Dictionary of Greek
εσοπτρίζω — ἐσοπτρίζω (AM) [έσοπτρον] 1. δείχνω σαν μέσα σε καθρέφτη, δείχνω κάτι σε κάποιον όχι στην πραγματική του υπόσταση αλλά υπαινικτικά ή συμβολικά 2. μέσ. ἐσοπτρίζομαι δείχνομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη αρχ. καθρεφτίζομαι, κοιτάζομαι στον… … Dictionary of Greek
καθρεφτίζω — και καθρεπτίζω [καθρέφτης] 1. (για λείες επιφάνειες) ανακλώ εικόνα, κατοπτρίζω 2. παριστάνω κάτι τόσο πιστά, ώστε κατά κάποιο τρόπο να τό απεικονίζω σαν σε καθρέφτη, περιγράφω παραστατικά 3. απεικονίζω κατάσταση ή ενέργεια («η μορφή καθρεφτίζει… … Dictionary of Greek
κατακοιτάζομαι — (Μ) βρίσκομαι στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιτάζομαι «πλαγιάζω να κοιμηθώ» (< κοίτη)] … Dictionary of Greek
κοιτάζω — και κοιτώ, άω (AM κοιτάζω) νεοελλ. 1. εξετάζω ιατρικά (α. «πρέπει να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει συνεχώς πονοκεφάλους, γι αυτό πρέπει να πάει να κοιταχτεί») 2. φρ. α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι β)… … Dictionary of Greek
οπτρίζομαι — ὀπτρίζομαι (Α) κοιτάζομαι σαν σε καθρέφτη, φαντάζομαι, οπτασιάζομαι … Dictionary of Greek