Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κοινός

  • 81 приватный

    επ. παλ. ανεπίσημος•

    -ая беседа ανεπίσημη συνομιλία•

    -ое лицо ανεπίσημο πρόσωπο.

    || παλ. ιδιωτικός (μη κοινός). || παλ. πάρεργος συμπληρωματικός.

    Большой русско-греческий словарь > приватный

  • 82 прозаический

    επ.
    1. πεζογραφικός, του πεζογράφου ή της πεζογραφίας.
    2. απλός, άχαρος, άνοστος, ανούσιος. || καθημερινός, συνηθισμένος, κοινός.
    3. πρακτικός, δραστήριος.

    Большой русско-греческий словарь > прозаический

  • 83 прописной

    επ.
    1. της εγγραφής.
    2. κοινός, κοινότοπος, -πικός, τετριμμένος, ρουτινιέρικος.
    εκφρ.
    - ые буквы – κεφαλαία γράμματα.

    Большой русско-греческий словарь > прописной

  • 84 проторённый

    επ. από μτχ.
    καθημαξευμένος, (πε)πατημένος. || μτφ. κοινός, κοινοτοπικός, συνηθισμένος, (τε)τριμμένος, ρουτινιέρικος.
    εκφρ.
    по -ой дорожке идти – πηγαίνω την πεπατημένη οδό.

    Большой русско-греческий словарь > проторённый

  • 85 смысл

    -а (-у) α.
    1. παλ. ο νους• το λογικό.
    2. έννοια, νόημα• σημασία•

    смысл слова η έννοια της λέξης•

    смысл событий το νοημάτων γεγονότων•

    прямой смысл слова η κυρ ιολεξια της λέξης•

    переносный смысл слова η μεταφορική σημασία της λέξης•

    придать смысл προσδίδω έννοια ή νόημα ή σημασία•

    в широком -е слова με την πλατιά σημασία της λέξης•

    в буквальном -е слова με την κυριολεξία της λέξης.

    3. λογική βάση, περιεχόμενο• σκοπός•

    в чём смысл этой затеи? ποιος ο σκοπός αυτής της πρόθεσης; || ωφέλεια, όφελος.

    εκφρ.
    здравый смысл – ο κοινός νους•
    в -е чего ή в каком -е – σχετικά, όσον αφορά•
    в -е кого-чего – με τη σημασία, υπονοώντας•
    в полном -е слова – με όλη τη σημασία της λέξης.

    Большой русско-греческий словарь > смысл

  • 86 совместный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. ο από κοινού εκτελούμενος, συνδυασμένος, κοινός•

    -ые действия από κοινού ενέργειες•

    -ые усилия κοινές προσπάθειες•

    -ое обучение η μικτή εκπαίδευση (αγοριών και κοριτσιών).

    2. παλ. βλ. совместимый.

    Большой русско-греческий словарь > совместный

  • 87 соединённый

    επ. από μτχ.
    ενωμένος, ενιαίος• κοινός•

    -ые силы ενωμένες δυνάμεις•

    -ыми усилиями με κοινές προσπάθειες•

    соединённый флот трёх держав ο ενωμένος στόλος τριών Δυνάμεων.-ые штаты америки Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

    Большой русско-греческий словарь > соединённый

  • 88 солидарный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. αλληλέγγυος• ομόφωνος, σύμφωνος•

    -ое обязательство αλληλέγγυα υποχρέωση•

    я -рен с докладчиком είμαι σύμφωνος με τον εισηγητή.

    2. κοινός αμοιβαίος•

    -ая ответственность συνυπευθυνότητα.

    Большой русско-греческий словарь > солидарный

  • 89 эфир

    α.
    1. παλ. ο αιθέρας (το ανώτατο στρώμα της ατμόσφαιρας). || ο ατμοσφαιρικός αέρας.
    2. (χημ.) ο αιθέρας (πτητικό υγρό)•

    превратить в эфир αιθεροποιώ•

    серный или обыкновенный эфир αιθέρας ο αιθυλικός ή θειϊκός ή ο κοινός.

    Большой русско-греческий словарь > эфир

См. также в других словарях:

  • κοινός — common masc nom sg κοινός common masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοῖνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει σε περισσότερους από έναν, δημόσιος: Έχουμε κοινό ταμείο. 2. αυτός που αρμόζει σ όλους: Η μοίρα των ανθρώπων είναι κοινή. 3. μέτριος: Αγόρασα ένα κοινό σπίτι. 4. αυτός που συγκεντρώνει τις προσπάθειες πολλών: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινός διαιρέτης — Μαθηματικός όρος, που υποδηλώνει τον αριθμό ο οποίος διαιρεί μια ομάδα άλλων αριθμών ακριβώς, δηλαδή χωρίς να αφήνει υπόλοιπο. Για παράδειγμα, ο αριθμός 2 είναι κ.δ. των αριθμών 4, 8, 16 κ.ά …   Dictionary of Greek

  • παράγοντας και κοινός παράγοντας — (Μαθημ.). Οποιοιδήποτε αριθμοί, όταν συνδέονται μεταξύ τους με την πράξη του πολλαπλασιασμού, είναι οι παράγοντες του γινομένου τους. Ο πολλαπλασιασμός τελείται μεταξύ παραγόντων και έτσι η έννοια π. είναι σύμφυτη με την πράξη αυτή. Κάθε γινόμενο …   Dictionary of Greek

  • Ἑρμῆς κοινός. — См. Чур пополам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κοινότερον — κοινός common adverbial comp κοινός common masc acc comp sg κοινός common neut nom/voc/acc comp sg κοινός common adverbial comp κοινός common masc acc comp sg κοινός common neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοτάτων — κοινός common fem gen superl pl κοινός common masc/neut gen superl pl κοινός common fem gen superl pl κοινός common masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοτέραις — κοινός common fem dat comp pl κοινοτέρᾱͅς , κοινός common fem dat comp pl (attic) κοινός common fem dat comp pl κοινοτέρᾱͅς , κοινός common fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοτέρων — κοινός common fem gen comp pl κοινός common masc/neut gen comp pl κοινός common fem gen comp pl κοινός common masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»