Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κοινοῠ

См. также в других словарях:

  • κοινοῦ — κοινός common masc/neut gen sg κοινός common masc/fem/neut gen sg κοινόω communicate pres imperat mp 2nd sg κοινόω communicate imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοίνου — Κοῖνος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίνου — κοινόω communicate pres imperat act 2nd sg κοινόω communicate imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αδελφοί του Κοινού Βίου — Θρησκευτικές κοινότητες που άκμασαν στην κεντρική και βόρεια Γερμανία και στις Κάτω Χώρες στον 15o αι. και διατηρήθηκαν έως τον 17o. Η πρώτη κοινότητα ιδρύθηκε από τον Γκέραρντ Γκροστ στην πόλη Δέβεντερ της επισκοπής της Ουτρέχτης γύρω στο 1380.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • ξυνός — ξυνός, ή, όν (Α) (επικ. και ιων. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει από κοινού σε όλους, δημόσιος, καθολικός, κοινός («γαῑα δ ἔτι ξυνὴ πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Αρη, τον Ενυάλιο, τον Απόλλωνα, τον Διόνυσο) αμερόληπτος, αδέκαστος, αυτός που δεν …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • κοινοπολιτεία — (Commonwealth). Αγγλικός όρος με σημασία ανάλογη προς το λατινικό respublica (δημοκρατία). Χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές του 16ου αι., αλλά διαδόθηκε περισσότερο τον 17o αι., κατά τη διάρκεια της πάλης μεταξύ του αγγλικού κοινοβουλίου και της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»