Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κνώδαξ

См. также в других словарях:

  • κνώδαξ — κνώδαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. κνώδακας …   Dictionary of Greek

  • κνώδακα — κνώδαξ pin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακας — κνώδαξ pin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακες — κνώδαξ pin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακι — κνώδαξ pin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακος — κνώδαξ pin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδαξι — κνώδαξ pin masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδαξιν — κνώδαξ pin masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνωδάκιον — κνωδάκιον, τὸ (Α) μικρός άξονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, ακος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • κνωδακίζω — (Α) [κνώδαξ] στηρίζω κάτι σε κέντρο ώστε να στρέφεται σαν πάνω σε άξονα …   Dictionary of Greek

  • κνωδακοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει κνώδακες, έκκεντρα 2. φρ. «κνωδακοφόρος άξονας» στρεφόμενη άτρακτος μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος άξονας.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»