-
1 κνησμός
κνησμός, ὁ, das Jucken, der Kitzel, Reiz; Hippocr.; κνησμὸν ποιεῖ ἡ ἀκαλήφη Diphil. bei Ath. III, 90 a; Arist. H. A. 6, 28; κνησμοῦ περὶ τὴν χεῖρα συμβάντος S. Emp. adv. math. 7, 232.
-
2 κνησμος
-
3 κνησμός
κνησμόςitching: masc nom sg -
4 κνησμός
κνησμός, ὁ, das Jucken, der Kitzel, Reiz -
5 κνησμός
κνησ-μός, ὁ,A = κνῆσις, itching, Hp.VM 16, Arist.HA 578b3;ἡ ἀκαλήφη κ. ποιεῖ Diph.Siph.
ap. Ath.3.90a; scratching, Plu.2.126b (pl.); in a pleasurable sense, titillation, Arist. GA 723b34, Pr. 878b7.2 metaph., irritation, Plu.2.61a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνησμός
-
6 κνησμοί
κνησμόςitching: masc nom /voc pl -
7 κνησμούς
κνησμόςitching: masc acc pl -
8 κνησμόν
κνησμόςitching: masc acc sg -
9 κνησμονη
-
10 ξυσμός
-
11 ξύμη
-
12 κνισμός
κνισμός, ὁ, = κνησμός, unangenehmer Reiz, Jucken auf der Haut, Sp.; gew. übertr. vom phasischen u. moralischen Reiz zur Liebe, Ar. Plut. 974; τάδ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος Soph. bei Ath. XI, 487 d. Auch = Zank, verliebte Neckerei, κἄν μοι κνισμός τις πρὸς αὐτὸν ἢ διαφορὰ γένηται Alciphr. 1, 29. – Als eine Art von Liedern aufgeführt Ath. XIV, 618 c; ein Tanz Poll. 4, 100.
-
13 κνησμονή
-
14 κνῆστις
κνῆστις, εως u. ιος, ἡ, 1) Schabmesser, z. B. zum Schaben des Käses, κνῆ τυρὸν κνήστι χαλκείῃ Il. 11, 640; κνῆστιν Leon. Tar. 14 (VI, 305). – 2) = κνησμός, Opp. Hal. 2, 427.
-
15 зуд
мед. о κνησμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зуд
-
16 κνησμονή
η, κνησμός ο зуд -
17 κνησμοίς
-
18 κνησμοῖς
-
19 κνησμοίσι
-
20 κνησμοῖσι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κνησμός — itching masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμός — ο (AM κνησμός) [κνω] ενοχλητικός ερεθισμός τού δέρματος ή τών βλεννογόνων, φαγούρα («ἀκαλήφη... κνησμὸν ποιεῑ», Αθήν.) αρχ. 1. αμυχή, γρατσούνισμα 2. ηδονικό ερέθισμα, γαργαλισμός 3. μτφ. ερεθισμός, διέγερση («ἅν δὲ πρὸς ἑταίραν... κνησμός τις ἐξ … Dictionary of Greek
κνησμός — ο μυρμηκίαση, φαγούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κνησμός ή φαγούρα — Αίσθημα που πηγάζει από το δέρμα και προκαλεί την ανάγκη ξεσμού. Συνήθως περιορίζεται σε μικρές ή μεγάλες περιοχές, ενώ άλλοτε είναι διάχυτος σε ολόκληρη την επιφάνεια του δέρματος. Ο κ. εμφανίζει διαβαθμίσεις, από τον ελαφρύ και παροδικό μέχρι… … Dictionary of Greek
κνησμοῖς — κνησμός itching masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμοῖσι — κνησμός itching masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμοί — κνησμός itching masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμοῦ — κνησμός itching masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμούς — κνησμός itching masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμῶν — κνησμός itching masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμῷ — κνησμός itching masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)