-
1 κνησμος
-
2 κνησμονη
-
3 κνησμονή
η, κνησμός ο зуд
См. также в других словарях:
κνησμός — itching masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμός — ο (AM κνησμός) [κνω] ενοχλητικός ερεθισμός τού δέρματος ή τών βλεννογόνων, φαγούρα («ἀκαλήφη... κνησμὸν ποιεῑ», Αθήν.) αρχ. 1. αμυχή, γρατσούνισμα 2. ηδονικό ερέθισμα, γαργαλισμός 3. μτφ. ερεθισμός, διέγερση («ἅν δὲ πρὸς ἑταίραν... κνησμός τις ἐξ … Dictionary of Greek
κνησμός — ο μυρμηκίαση, φαγούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κνησμός ή φαγούρα — Αίσθημα που πηγάζει από το δέρμα και προκαλεί την ανάγκη ξεσμού. Συνήθως περιορίζεται σε μικρές ή μεγάλες περιοχές, ενώ άλλοτε είναι διάχυτος σε ολόκληρη την επιφάνεια του δέρματος. Ο κ. εμφανίζει διαβαθμίσεις, από τον ελαφρύ και παροδικό μέχρι… … Dictionary of Greek
κνησμοῖς — κνησμός itching masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμοῖσι — κνησμός itching masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμοί — κνησμός itching masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμοῦ — κνησμός itching masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμούς — κνησμός itching masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμῶν — κνησμός itching masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμῷ — κνησμός itching masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)