-
1 κνησμοίσι
-
2 κνησμοῖσι
См. также в других словарях:
κνησμοῖσι — κνησμός itching masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κνησμοίσι
2 κνησμοῖσι
κνησμοῖσι — κνησμός itching masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)