-
1 κλωσμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλωσμός
-
2 κλωστήρ
3 metaph., thread of fate,μοιρῶν κλωστῆρι Epigr.Gr.292.6
(Heraclea ad Latmum), cf. Arch.Pap.1.220 ( κλωστείρων is a mason's error for - τήρων)μοιρίδιοι κ. IG3.1339
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλωστήρ
-
3 κλωστήριον
κλωσ-τήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλωστήριον
-
4 κλωστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλωστής
-
5 κλωστός
2 metaph., of fate,μοῖραι κλωστὸν ἔθεντο μίτον IG3.1344
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλωστός
-
6 κλῶσμα
3 metaph., thread of fate,κλώσματα θεῖα τελῶν IG12(7).123
([place name] Amorgos). -
7 κλῶστρον
κλῶσ-τρον, τό, =A vermiculus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλῶστρον
См. также в других словарях:
καταβρώθω — (Α) κατατρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για υποχωρητικό σχηματισμό από τον παθ. αόρ. κατ ε βρώ θην τού κατα βι βρώ σκω κατά το σχήμα ἐ κλώσ θην: κλώθω] … Dictionary of Greek
ξάσιμο — το η ξάνση, το λανάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ τού ξαίνω (πρβλ. ξάσμα) + κατάλ. (σ)ιμο (πρβλ. γνέσ ιμο, κλώσ ιμο)] … Dictionary of Greek
ξαντήριο — το το εργαστήριο τού ξάντη, ο τόπος και οι εγκαταστάσεις όπου γίνεται το λανάρισμα, λαναριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν τού ξαίνω + κατάλ. τήριο (πρβλ. κλωσ τήριο)] … Dictionary of Greek