-
1 κλώσμα
-
2 κλῶσμα
-
3 κλῶσμα
-ατος τό N 3 1-1-0-0-1=3 Nm 15,38; JgsA 16,9; Sir 6,30thread; neol. -
4 κλῶσμα
3 metaph., thread of fate,κλώσματα θεῖα τελῶν IG12(7).123
([place name] Amorgos). -
5 κλωσμάτων
κλῶσμαclue: neut gen pl -
6 κλώσμασι
κλῶσμαclue: neut dat pl -
7 κλώσμασιν
κλῶσμαclue: neut dat pl -
8 κλώσματα
κλῶσμαclue: neut nom /voc /acc pl -
9 κλώσματος
κλῶσμαclue: neut gen sg -
10 κλῶσις
-
11 ἐκδιάστρα
ἐκδῐάστρα· κλῶσμα, ὁ στήμων, Hsch.; cf. δίασμα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδιάστρα
-
12 ἐπίκλωσμα
A spun yarn, Diogenian. Epicur.2.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκλωσμα
-
13 κλώθω
κλώθω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `spin'.Other forms: Aor. κλῶσαι, - ώσασθαι (Ω 525 and Od.), pass. κλωσθῆναι (Pl.), κέκλωσμαι (Com., LXX). κλώσκω H.; cf. Schwyzer 708)Compounds: also with prefix, esp. ἐπι-,Derivatives: κλῶθες pl. f. `spinsters' (η 197; cf. Leumann Hom.Wörter 72; diff. Bechtel Lex. s. v.), Κλωθώ f. "the spinster", one of the Moirai (Hes.); κλωστήρ, - ῆρος m. `yarn, clew, spindle' (Att., Theoc., A. R.; cf. Gow ClassRev. 57, 109), κλωστήριον `band, yarn' ( Ostr. 1525 [?], Suid.); κλωστάς m. `spinner' (Sparta); κλῶσμα `thread, clew' (LXX, Nic. a. o.), κλῶσις `id.' (Lyc.), `spinning' (Corn., M. Ant.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The supposed connection with κάλαθος `basket' cannot be supported in any way. One also considered connection with Lat. colus `distaff'; s. W.-Hofmann s. v. (and also s. cōlum `Seilkorb'); Pok. 611f. It is prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,879Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλώθω
См. также в других словарях:
κλῶσμα — clue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώσμα — το (AM κλῶσμα) [κλώθω] 1. κλωστή, νήμα 2. κλώση νεοελλ. 1. στριφογύρισμα, κλωθογύρισμα 2. ναυτ. το νήμα που προκύπτει από τη συστροφή τών πρώτων βασικών ινών κάνναβης και το οποίο κατόπιν συστρέφεται με άλλα όμοιά του για την κατασκευή τού… … Dictionary of Greek
κλώσμα — το, ατος 1. το κλωσμένο νήμα, κλωστή, γνέμα. 2. (για ποτάμια), στριφογύρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλωσμάτων — κλῶσμα clue neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώσμασι — κλῶσμα clue neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώσμασιν — κλῶσμα clue neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώσματα — κλῶσμα clue neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώσματος — κλῶσμα clue neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
соскание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. κλῶσμα) что либо свитое или сверченное, веревка. … … Словарь церковнославянского языка
GLOMUS — apud Philoxen. in Gloss. ἀγαθὶς, i. e. convolutio filorum in globum, Continuator Bedae Hist. Eccl. l. 2. c. 15. Neque glomus, ingens portantes paxillum, in intronu frximus. Globum vocat. Horat. l. r. Ep. 13. v. 13. Fasciculum portes librorum ut… … Hofmann J. Lexicon universale
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek