-
1 κλάις
-
2 κλᾶις
-
3 κλαίς
κλᾱίς (-ίδες, -ῖδας.)1 keyἩσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4
“ κρυπταὶ κλαδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων” Persuasion's keys to divine loves P. 9.39 -
4 κλείς
Aκλεῖδα AP 6.306
([place name] Aristo), Plu.Art.9: pl.κλεῖδες, κλεῖδας, [var] contr. κλεῖς, v. infr. 111, dat. :—[dialect] Ion. [full] κληΐς [ῑ], κληῗδος, κληῗδα, etc. (Hom. uses only the [dialect] Ion. form):—[dialect] Dor. [full] κλᾱΐς, κλαΐδος [ῐ] Simon.23, Pi.P.9.39; but acc. pl. κλᾱῗδας ib.8.4; acc. κλαῖδα orκλᾷδα Call.Cer.45
; cf. κλᾴξ:—[dialect] Aeol. [full] κλᾶϊς ( κλαῖς cod.)· μοχλός, Hsch.; κλάϊς acc. κλάϊν Et.Gud.ap.Schaefer Greg.Cor.p.584: pl. κλᾷδες κλᾶδες cod.)· ζυγά, Hsch.:—old [dialect] Att. [full] κλῄς, κλῇδος, acc. (anap.), 661 (lyr.): κλείς and κλῄς in the same [dialect] Att. Inscr., IG22.1414.44 and 47. ( κλᾱϝῑς, cf. Lat. clavis, claudo.)1 bar, bolt, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσε (sc. Hera, from within)κληῗδι κρυπτῇ Il.14.168
, cf. Od.21.241; κληῗδος ἱμάς ib.4.802, cf. 838; ; = ἐπιβλής, Il.24.455.2 catch or hook, passed through the door from the outside to catch the strap ([etym.] ἱμάς ) attached to the bar ([etym.] ὀχεύς), ἐν δὲ κληῗδ' ἧκε, θυρέων δ' ἀνέκοπτεν ὀχῆας ἄντα τιτυσκομένη Od.21.47
, cf.50;οἴξασα κληῗδι θύρας Il.6.89
;δοιοὶ δ' ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληῒς ἐπαρήρει 12.456
, cf.Parm.1.14.3 later, key,τὴν κλεῖν ἐφέλκεται Lys.1.13
; κλεῖν παρακλείδιον a false key, Pl.Com.77: pl.,κλῇδας οἶδα δώματος A.Eu. 827
, cf.E.Ba. 448;Λακωνικὴ κ. Men.343
;κυριεύσοντα τῶν κ. OGI229.56
(Smyrna, iii B.C.); of a sacred key carried in processions, SIG900.14 (Panamara, iv A.D.), 996.24 (Smyrna, perh. i A.D.).4 metaph., , cf. 9.39; ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ, of silence, A.Fr. 316, cf.S.OC 1052 (lyr.);καθαρὰν ἀνοῖξαι κλῇδα φρενῶν E.Med. 661
(lyr.); κλῇδας γάμου φυλάττει, of Hera, Ar.Th. 976 (lyr.); of the key to a problem, Vett.Val.179.4.III collar-bone, prob. so called from its hook shape (v. supr. 1.2), Hom. (only in Il.), ;κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξ', ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ' ἀπὸ νώτου 5.146
; , cf. Hp.Aër.7, Art.13;πᾳῖσον ἐμᾶς ὑπὸ κλῇδος S.Tr. 1035
;τὴν κλεῖν συνετρίβην And.1.61
;τὴν κλεῖν κατεαγώς D.18.67
: pl., Diog. Apoll.6, etc.;τὰ πλάγια καὶ τὰς κλεῖδας Arist.HA 513b35
; αἱ κλεῖδες (v.l. κλεῖς) καὶ αἱ πλευραί, of the crocodile, ib. 516a28; κλεῖδες ὀπταί roast shoulder-bones of the tunny (with play on 1.3, visible keys, opp. κρυπταὶ κλεῖδες of the Laconians), Aristopho 7.2, cf. Diph.Siph. ap. Ath.8.357a.IV rowing bench in a ship, freq. in Od., always in pl.;ἐπὶ κληῗσι καθίζειν 2.419
, etc.;κληΐδεσσιν ἐφήμενοι 12.215
; once in Il., ;δησάμενοι.. ἐπὶ κληῗσιν ἐρετμά Od.8.37
.V of promontories, straits, etc., Κληῗδες orΚληΐδες τῆς Κύπρου Hdt.5.108
, cf.Str.14.6.3; πόντου κλῇδ', of the Bosporus, E.Med. 212 (lyr.).VI in pl., sacred chaplets, Id.Tr. 256 (anap.) (Ephes., acc. to Hsch.). -
5 κλᾷθρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλᾷθρον
-
6 χαραξίποντος
A ploughing the sea,ναΐα κλαῒς χ. Simon.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαραξίποντος
См. также в других словарях:
κλαΐς — κλαΐς, ίδος και ῖδος, ἁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κλείδα … Dictionary of Greek
κλᾶις — κλᾷς , κλάω cry pres subj act 2nd sg κλᾷς , κλάω cry pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
CLAVIS — I. CLAVIS Graece κλεὶς, Ionice κληῒς, unde κλαῒς et κλαβίς, et hinc Romanum Clavis, modo claustrum, modo clavem notat. Aratus, κληϊίδι ςθύρην ἔντοςθ᾿ ἀραρις̔αν Δικλϊδα. Ubi κληῒς, claustrum est, τὸ ἀσφάλισμα τῆς ςθύρας, adeoque idem quod ὀκεὺς.… … Hofmann J. Lexicon universale
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
κατηφώ — κατηφῶ, έω (Α) [κατηφής] 1. κατεβάζω τα μάτια κυρίως από λύπη ή ντροπή, είμαι κατηφής, δύσθυμος, κατσουφιάζω (α. «μνηστῆρες δ ἀκάχοντο κατήφησάν τ ἐνὶ θυμῷ», Ομ. Οδ. β. «τὶ δὴ κατηφεῑς ὄμμα καὶ δακρυρροεῑς» γιατί έχεις κατεβασμένα τα μάτια και… … Dictionary of Greek
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
μεγαλείος — α, ο (ΑM μεγαλείος, εία, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν) α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῡ θεοῡ σου, καὶ τὰ μεγαλεῑα αὐτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
Μπακόλας, Νίκος — (Θεσσαλονίκη 1927 – 1999). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε Μαθηματικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αλλά σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος και κριτικός. Εργάστηκε σε περιοδικά και εφημερίδες της Θεσσαλονίκης ως συντάκτης,… … Dictionary of Greek
Ξυλούρης, Νίκος — (Ανώγεια Ηρακλείου Κρήτης 1938 – 1980). Μουσικοσυνθέτης λαϊκών και δημοτικών τραγουδιών και τραγουδιστής. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως τραγουδιστής και λυράρης σε γάμους και πανηγύρια της περιοχής Ανωγείων σε ηλικία μόλις 15… … Dictionary of Greek
Αράπης — ο πληθ. ηδες και άδες, θηλ. ισσα και ίνα 1. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή και ειδικότερα ο Άραβας ή ο Αιγύπτιος: Ήρθε στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ με τους Αραπάδες του. 2. ως προσηγορ. αράπης, ο (θηλ. α), μελαχρινός: Ο ήλιος σ έκανε αράπη. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)